Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Κ"

Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [3181 - 3200]
κτηνηδόν, επίρρ. (κτῆνος), όπως τα θηρία, σε Ηρόδ.
κτῆνος, -εος, τό (κτάομαι), 1. κυρίως στον πληθ. κτήνεα, συνηρ. κτήνη, σμήνη και κοπάδια, ο συνδυασμός των οποίων στα αρχαία χρόνια συνιστούσε ευπορία, σε Ομηρ. Ύμν., σε Ηρόδ. 2. στον ενικ., λέγεται για ένα μόνο ζώο, όπως βόδι ή πρόβατο, σε Ηρόδ., Ξεν.· ζώο για ίππευση, Λατ. jumentum, σε Κ.Δ.
κτηνοτροφία, , εκτροφή ζώων, σε Πλούτ.
κτηνο-τρόφος, -ον (τρέφω), αυτός που εκτρέφει ζώα, κτηνοτρόφος.
κτήσαιτο, γʹ ενικ. αορ. αʹ του κτάομαι.
κτήσιος, , -ον (κτάομαι), I. αυτός που ανήκει στην ιδιοκτησία, χρήματα κτ., περιουσία, σε Αισχύλ.· κτ. βοτόν, το πρόβατο από το κοπάδι κάποιου, σε Σοφ. II. αυτός που ανήκει στο σπίτι, Ζεὺς κτήσιος, ο προστάτης της ιδιοκτησίας, σε Αισχύλ.· κτ.βωμός, ο βωμός του Διὸς κτησίου, στον ίδ.
κτῆσις, -εως, (κτάομαι), I. απόκτηση, σε Θουκ., Πλάτ.· κατ' ἔργου κτῆσιν, σύμφωνα με την επιτυχία στη δουλειά, σε Σοφ. II. 1. (από τον παρακ.) κτήση, κατοχή, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ. 2. ως περιληπτικό ουσ. = κτήματα, αποκτήματα, περιουσία, ιδιοκτησία, σε Όμηρ.· στον πληθ., σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
κτητέος, , -ον, I. ρημ. επίθ. του κτάομαι, αυτός που αποκτάται, σε Πλάτ. II. ουδ., αυτό που πρέπει να αποκτηθεί, στον ίδ.
κτητικός, , -ὸν (κτάομαι), άπληστος, πλεονέκτης, αρπακτικός· ἡ -κή (ενν. τέχνη), ικανότητα απόκτησης ιδιοκτησίας, σε Πλάτ.
κτητός, , -όν, I. 1. ρημ. επίθ. του κτάομαι, αυτό που μπορεί να αποκτηθεί, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. 2. αυτός που αξίζει να αποκτηθεί, ποθητός, σε Πλάτ. II. αποκτημένος, κτητὴ, γυναίκα-δούλος, σε Ησίοδ.
κτήτωρ, -ορος, , ιδιοκτήτης, κάτοχος, κύριος, νομέας, σε Κ.Δ., Ανθ.
κτίδεος[ῐ], , -ον αντί ἰκτίδεος (από το ἰκτίς), νυφίτσα, κτιδὴ κυνέη, κράνος από δέρμα νυφίτσας, σε Ομήρ. Ιλ.
κτίζω, μέλ. -ίσω, αόρ. αʹ ἔκτῐσα, Επικ. επίσης ἔκτισσα, κτίσσαΜέσ., ποιητ. γʹ πληθ. αορ. αʹ ἐκτίσσαντοΠαθ., αόρ. αʹ ἐκτίσθην, παρακ. ἔκτισμαι· 1. επανδρώνω μια χώρα, χτίζω σπίτια και πόλεις, εποικίζω αυτήν, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.Παθ., ιδρύομαι, θεμελιώνομαι, Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφῶνος κτισθεῖσαν, έχοντας ιδρυθεί από μετανάστες που ήρθαν από την Κολοφώνα, σε Ηρόδ. 3. κτ. ἄλσος, φυτεύω αλσύλιο, σε Πίνδ.· κτ. βωμόν, στήνω βωμό, στον ίδ.· τὸν Κύρνον κτίσαι, εγκαθιδρύω τη λατρεία του, σε Ηρόδ. 4. δημιουργώ, επιφέρω, προκαλώ, προξενώ, σε Αισχύλ.· τὸν χαλινὸν κτίσας, έχοντας εφεύρει αυτόν, σε Σοφ. 5. καθιστώ ως τέτοιον, ἐλεύθερον κτ. τινά, σε Αισχύλ. κ.λπ. 6. διαπράττω, εκτελώ κατόρθωμα, σε Σοφ.
κτίλος[ῐ], -ον, I. ήμερος, πράος, ευπειθής, σε Πίνδ. II. ως ουσ., κτίλος, , κριάρι, σε Ομήρ. Ιλ.
κτῐλόω, μέλ. -ώσω, ημερώνω — Μέσ., ἐκτιλώσαντο τὰς λοιπὰς τῶν Ἀμαζόνων, τις εξημέρωσε, σε Ηρόδ.
κτίσις[ῐ], -εως, (κτίζω1. ίδρυση, θεμελίωση, ἀποικιῶν, σε Ισοκρ. κ.λπ. 2. όχι ακριβώς = πρᾶξις, πράξη, ενέργεια,σε Πίνδ. 3. η Κτίση, η δημιουργία του σύμπαντος, στον ίδ. II. 1. αυτό που έχει δημιουργηθεί, δημιούργημα, πλάσμα, στο ίδ. 2. δημιουργημένη αρχή ή ορισμένη, στο ίδ.
κτίσμα, τό (κτίζω), οτιδήποτε έχει δημιουργηθεί, δημιούργημα, πλάσμα, σε Κ.Δ.
κτίστης, -ου, (κτίζω), δημιουργός, ιδρυτής, Λατ. cοnditor, σε Λουκ.· επανορθωτής, σε Πλούτ.
κτιστύς, -ύος, , Ιων. αντί κτίσις, σε Ηρόδ.
κτίστωρ, -ορος, = κτίστης, σε Ευρ.