
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Κ"
- κροκό-πεπλος, -ον, αυτός που έχει κίτρινο πέπλο, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
- κρόκος, -ου, ὁ, 1. κρόκος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. 2. ζαφορά (που φτιάχνεται από τα στίγματά του), σε Αισχύλ. κ.λπ.
- κροκόω, μέλ. -ώσω (κρόκος), στεφανώνω με κίτρινο κισσό, σε Ανθ.
- κροκύς[ῠ], -ύδος, ἡ (κρόκη), νήμα ή χνούδι μάλλινου υφάσματος, σε Ηρόδ., Λουκ. κ.λπ.
- κροκωτός, -ή, -όν (κροκόω), 1. βαμμένος με ζαφορά, αυτός που έχει χρώμα «κροκί», σε Πίνδ. 2. ως ουσ., κροκωτός (ενν. χιτών), ὁ, φούστα σε χρώμα «κροκί», την οποία φορούσε ο Βάκχος, σε Αριστοφ.
- κρόμμυον, τό, βλ. κρόμυον.
- κρομμυ-οξῠ-ρεγμία, ἡ, μείγμα κρεμμυδιών και ξιδιού, σε Αριστοφ.
- κρόμυον, τό, κρεμμύδι, σε Όμηρ.· μεταγεν. κρόμμυον, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
- Κρόνια, -ων, τά, βλ. Κρόνιος.
- Κρονιάς, -άδος, ἡ, βλ. Κρόνιος.
- Κρονίδης[ῐ], -ου, ὁ, πατρωνυμ., ο γιος του Κρόνου, δηλ. ο Δίας, σε Όμηρ.
- Κρονικός, -ή, -όν, = το επόμ., I. Κρ. ἀστήρ, ο πλανήτης Κρόνος, σε Ανθ. II. με υποτιμητική σημασία, παλιομοδίτικος, ξεπερασμένος, σε Αριστοφ.
- Κρόνιος, -α, -ον (Κρόνος), I. 1. Κρονικός, λέγεται για τον Κρόνο, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. Κρόνια (ενν. ἱερά), τά, η γιορτή του Κρόνου που εορταζόταν την δωδέκατη μέρα του Εκατομβίωνα, σε Δημ.· μεταγεν., τὰ Κρόνια ήταν τα Ρωμαϊκά Saturnalia· απ' όπου, αἱ Κρονιάδες ἡμέραι, ο χρόνος που εορτάζονταν τα Saturnalia, σε Πλούτ. 3. Κρόνιον (ενν. ὄρος), τό, ο λόφος του Κρόνου, σε Πίνδ. II. όπως το Κρονικός, με υποτιμητική σημασία, Κρονίων ὄζειν, μυρίζει παλιά χρόνια, σε Αριστοφ.
- Κρόν-ιππος, -ον (Κρόνος), ξεμωραμένος, «ψωράλογο», σε Αριστοφ.
- Κρονίων[ῑ], ὁ, γεν. Κρονίωνος [ῐ] ή Κρονίονος [ῑ], ὁ, πατρωνυμ., γιος του Κρόνου, δηλ. ο Δίας, σε Όμηρ.
- Κρόνος, ὁ (κραίνω), I. ο Κρόνος, ταυτίζεται με τον Λατ. Saturnus, γιος του Ουρανού και της Γαίας, σύζυγος της Ρέας, πατέρας του Δία, Ποσειδώνα, Άδη, της Ήρας, Δήμητρας και Εστίας· βασίλευε στον ουρανό μέχρι που οι γιοι του τον εξόρισαν στον Τάρταρο, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· η εποχή του ήταν η «Χρυσή Εποχή», σε Ησίοδ. II. όνομα στην Αθήνα, υπέργηρος, ξεμωραμένος γέρος, σε Αριστοφ.
- κρόσσαι, -ῶν, αἱ, σκάλες για ανάβαση στα τείχη, για σκαρφάλωμα στις επάλξεις, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τις βαθμίδες με τις οποίες οι πυραμίδες κατέληγαν στην κορυφή, σε Ηρόδ.
- κροτᾰλίζω, μέλ. -σω (κρόταλον), χρησιμοποιώ κρόταλα ή καστανιέτες, σε Ηρόδ.· γενικά, ἵπποι ὄχεα κροτάλιζον, τα έσερναν με κρότο, σε Ομήρ. Ιλ.
- κρότᾰλον, τό (κροτέω), I. κρόταλο, καστανιέτα, που χρησιμοποιούνταν για τη λατρεία της Κυβέλης ή του Διονύσου, σε Ηρόδ., Ευρ. II. μεταφ., άνθρωπος αδολεσχής, φλύαρος, σε Αριστοφ.
- κρότᾰφος, ὁ (κροτέω), I. πλευρά μετώπου (βλ. κόρση), στον πληθ., οι κρόταφοι, Λατ. tempora, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. II. λέγεται για βουνό, η πλαγιά του, σε Αισχύλ., Ανθ.