Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Κ"

Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [3041 - 3060]
κρῑβᾰνωτός, , -όν = κριβανίτης, σε Αριστοφ.
κρίζω, αόρ. βʹ ἔκρῐκον, Επικ. κρίκον· παρακ. κέκρῑγα· (από τη √ΚΡΙΓI. τρίζω, Λατ. stridere, σε Ομήρ. Ιλ. II. λέγεται για πρόσωπα, στριγκλίζω, σκούζω, σε Αριστοφ.
κρῑθάω, λέγεται για άλογο, ταΐζομαι με κριθάρι, γίνομαι σφριγηλός από την τροφή, σε Αισχύλ.
κρῐθείς, μτχ. Παθ. αορ. αʹ του κρίνω.
κρίθεν, ποιητ. αντί ἐκρίθησεν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του κρίνω.
κρῑθή, , κυρίως στον πληθ., κριθάλευρα, κριθάρι (πρβλ. κρῑ), το αλεύρι είναι ἄλφιτα, σε Όμηρ., Αριστοφ. κ.λπ.· οἶνος ἐκ. κριθέων πεποιημένος, είδος μπύρας (πρβλ. κρίθινος), σε Ηρόδ.
κρῑθίᾱσις, -εως, , ασθένεια των αλόγων, είδος «βαρυστομαχιάς» που προκαλείται από το παρατάισμα με κριθάρι, σε Ξεν.
κρῑθῐάω, μέλ. -άσω (κριθή) = κριθάω, σε Βάβρ.
κρῑθίζω, μέλ. -ίσω, ταΐζω με κριθάρι, σε Βάβρ.
κρίθῐνος, , -ον, φτιαγμένος από κριθάρι ή αυτός που αναφέρεται σε αυτό, σε Ξεν. κ.λπ.
κρῑθο-τράγος, -ον (τρᾰγεῖν), αυτός που τρώει κριθάρι, σε Αριστοφ.
κρίκε, γʹ ενικ., Επικ. αόρ. βʹ του κρίζω.
κρίκος[ῐ], , ομηρ. τύπος του κίρκος, 1. δαχτυλίδι στον ιμάντα του στήθους των αλόγων, για να δένεται στον πάσσαλο (ἕστωρ) στο τέλος του ρυμού του αμαξιού, σε Ομήρ. Ιλ. 2. μικρές τρύπες στα πανιά, μέσω των οποίων διέρχονται και σύρονται τα σχοινιά, σε Ηρόδ.
κρῖμα, -ατος, τό (κρίνω), 1. απόφαση, κρίση, σε Κ.Δ.· ποινή, καταδίκη, στον ίδ. 2. ζήτημα προς κρίση, υπόθεση νομική, στο ίδ.
κρίμνον, τό (κρίνω), χοντροαλεσμένο κριθάρι, χοντρό κριθάλευρο, σε Ανθ.
κρίνας[ῑ], μτχ. αορ. αʹ του κρίνω.
κρίνον[ῐ], τό, ετερόκλ. πληθ. κρίνεα, δοτ. κρίνεσι· κρίνος, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
κρίνω[ῑ], Επικ. γʹ υποτ. κρίνησι· μέλ. κρῐνῶ, Επικ. κρῐνέω· αόρ. αʹ ἔκρῑνα, παρακ. κέκρῐκαΜέσ., μέλ. κρῐνοῦμαι (με Παθ. σημασία)· αόρ. αʹ ἐκρινάμηνΠαθ., μέλ. κρῐθήσομαι, αόρ. αʹ ἐκρίθην [ῐ], Επικ. ἐκρίνθην, παρακ. κέκρῐμαι, απαρ. κεκρίσθαι· Λατ. cerno, I. ξεχωρίζω, διαχωρίζω, διαμοιράζω, διακρίνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. II. διαλέγω, εκλέγω, επιλέγω, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.Μέσ., διαλέγω για τον εαυτό μου, επιλέγω, σε Όμηρ. — Παθ., διαλέγομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· μτχ. παρακ. και αορ. αʹ κεκριμένος, κριθείς, εκλεγμένος, διαλεχτός, σε Όμηρ. III. 1. αποφασίζω αγώνα, στον ίδ., Ηρόδ. κ.λπ.· σκολιὰς κρίνειν θέμιστας, εξάγω στρεβλές αποφάσεις, δηλ. κρίνω άδικα, σε Ομήρ. Ιλ.· κρίνουσι βόῃ καὶ οὐ ψήφῳ, αποφάσισαν μέσω φωνών και όχι με ψηφοφορία, σε Θουκ.· αποφασίζω αγώνα για βραβείο, σε Σοφ. κ.λπ.· κρ. τὰς θεάς, κρίνω σχετικά με τον αγώνα τους, δηλ. αποφαίνομαι, αποτιμώ, σε Ευρ.Παθ. και Μέσ., λέγεται για πρόσωπα, αποφασίζω σχετικά με διαγωνισμό, καταλήγω, γνωμοδοτώ, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. αποφαίνομαι για, κρίνω, επιδικάζω, κατακυρώνω, κράτος τινί, σε Σοφ. 3. εκτιμώ, υπολογίζω, πρὸς ἐμαυτὸν κρίνων (αὐτόν), κρίνοντάς τον βάσει του εαυτού μου, σε Δημ.Παθ., ἴσον παρ' ἐμοὶ κέκριται, σε Ηρόδ. 4. ερμηνεύω, αναλύω όνειρα, στον ίδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ. 5. με αιτ. και απαρ., αποφασίζω ή κρίνω ότι, σε Ηρόδ., Αττ. 6. με απαρ. μόνο, αποφασίζω να κάνω κάτι, σε Κ.Δ. IV. 1. αμφισβητώ, σε Σοφ. 2. κατηγορώ, προσάγω σε δίκη, σε Ξεν. κ.λπ.Παθ., προσάγομαι σε δίκη, σε Θουκ. κ.λπ. 3. καταδικάζομαι, κατακρίνομαι, σε Σοφ., Δημ.
κρῑο-βόλος, -ον (βάλλω), αυτός που σφάζει κριάρια, σε Ανθ.
κρῑο-πρόσωπος, -ον (πρόσωπον), αυτός που έχει πρόσωπο κριαριού, σε Ηρόδ.