Αποτελέσματα για: "Κ"
Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [2881 - 2900]
-
κουροσύνη, Δωρ. κωρ-, ἡ (κοῦρος), νεότητα, νεανική ακμή, σε Ανθ.· ευθυμία, ευδιαθεσία, σε Θεόκρ.
-
κουρόσῠνος, -η, -ον (κοῦρος), νεανικός, σε Ανθ.
-
κουρότερος, -α, -ον, συγκρ. του κοῦρος, νεότερος, περισσότερο νέος, σε Όμηρ.· χρησιμοποιείται κυρίως ως θετικός.
-
κουρο-τόκος, -ον (τίκτω), αυτός που γεννά αγόρια, σε Ευρ.
-
κουρο-τρόφος, -ον (τρέφω), αυτός που αναθρέφει αγόρια· ἀγαθὴ κ., η καλή τροφός-μητέρα, λέγεται για την Ιθάκη, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, κ. Ἑλλάς, σε Ευρ.
-
κουστωδία, ἡ, το Λατ. custodia, σε Κ.Δ.
-
κουφίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ· (κοῦφος)· I. αμτβ., είμαι ελαφρός, σε Ησίοδ., Ευρ.· λέγεται για τον πόνο, ανακουφίζομαι, καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι, σε Σοφ. II. 1. μτβ., καθιστώ κάτι ελαφρύ· απ' όπου, σηκώνω, ανυψώνω, στον ίδ.· ἅλμα κουφιεῖν, κάνω ελαφρύ (ανάλαφρο) πηδηματάκι, στον ίδ.· κ. πήδημα, σε Ευρ. — Παθ., ανέρχομαι, υψώνομαι, σε Πλάτ. 2. με γεν. ὄχλου κ. χθόνα, ελαφρύνω, απαλλάσσω τη γη από μεγάλο πλήθος, σε Ευρ.· απόλ., ελαφρύνω τα πλοία από το φορτίο τους, σε Θουκ.· ανακουφίζω ανθρώπους από στεναχώριες, σε Ξεν. — Παθ., ανακουφίζομαι, νόσου, από ασθένεια, σε Ευρ.· κουφισθήσομαι ψυχήν, στον ίδ.· μεταφ., νιώθω τα βάρη μου να ελαφρύνονται, σε Θουκ. 3. με αιτ. πράγμ., ελαφρύνω, καταπραΰνω, συμφοράς, σε Δημ.· ἔρωτα, σε Θεόκρ.
-
κούφῐσις, -εως, ἡ, ανακούφιση, καταπράϋνση, κατευνασμός, σε Θουκ.
-
κούφισμα, -ατος, τό = κούφισις, σε Ευρ.
-
κουφολογία, ἡ, κενά λόγια, ακριτολογία, σε Θουκ.
-
κουφο-λόγος, -ον (λέγω), αυτός που μιλά άκριτα.
-
κουφό-νοος, -ον, συνηρ. -νους, -ουν, ο κουφός στο μυαλό, ελαφρόμυαλος, σε Αισχύλ., Σοφ.
-
κοῦφος, -η, -ον, I. 1. ελαφρύς, ευκίνητος, σε Τραγ.· χρησιμ. από τον Όμηρ. μόνο στο ουδ. πληθ. ως επίρρ., κοῦφα προβιβάς, πατώντας ελαφρά πάνω σε, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., κουφότεροι φρένες, αρκετά ζωηρές, σε Πίνδ. 2. μεταφ. επίσης, ελαφρύς, εύκολος, σε Αισχύλ., Ξεν. 3. άδειος, κενός, μάταιος, ανύπαρκτος, ασήμαντος, σε Σοφ., Θουκ. 4. ελαφρύς ως προς το βάρος, αντίθ. προς το βαρύς, σε Πλάτ. κ.λπ.· κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσαι, μακάρι η γη να πέσει ελαφρά πάνω σου, sit tibi terra levis, σε Ευρ.· λέγεται για στρατιώτες, ὡπλισμένοι κουφοτέροις ὅπλοις, σε Ξεν. II. 1. επίρρ. -φως, ανάλαφρα, ευκίνητα, σε Αισχύλ.· κ. ἐσκευασμένοι, λέγεται για στρατιώτες, σε Θουκ., Ξεν. 2. μεταφ., ανάλαφρα, ελαφρά τη καρδία, κουφότερον μετεφώνεε, σε Ομήρ. Οδ.· κούφως φέρειν, υποφέρω με ευκολία, σε Ευρ.· ὡς κουφότατα φέρειν, σε Ηρόδ. 3. εύκολα, ελαφρά, σε Αισχύλ.
-
κόφῐνος, ὁ, κοφίνι, καλάθι, σε Αριστοφ., Ξεν.· μεταγεν. χρησιμοποιείται ιδίως για τον Ιησού, σε Κ.Δ.· ήταν εμφανώς μικρότερο από το σπυρίς.
-
κοχλίας, -ου, ὁ (κόχλος), σαλιγκάρι με σπειροειδές καύκαλο, Λατ. cochlea, σε Θεόκρ.
-
κοχλίον, τό, υποκορ. του κόχλος, μικρό σαλιγκάρι, σε Βατραχομ.
-
κόχλος, -ου, ὁ, οστρακόδερμο με κοχλοειδές όστρακο, που χρησιμοποιούνταν για να βαφτεί κάτι μωβ, Λατ. murex, σε Αριστ., Ανθ.· χρησιμοποιούνταν και ως σάλπιγγα, όπως το Λατ. concha, σε Ευρ. Θεόκρ. κ.λπ.
-
κοχῠδέω, Ιων. παρατ. κοχύδεσκον, ρέω, εκχέομαι αδιάκοπα, σε Θεόκρ. (αναδιπλ. από το χέω, χύδην).
-
κοχώνη, ἡ, πισινός, δυικ. τὰ κοχώνᾱ, σε Αριστοφ.
-
κόψατο, γʹ ενικ. Επικ. Μέσ. αορ. αʹ του κόπτω.