Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Κ"

Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [2681 - 2700]
κομᾰρο-φάγος, -ον (φαγεῖν), αυτός που τρώει τα φρούτα της κουμαριάς, σε Αριστοφ.
κομάω, Ιων. -έω, Επικ. μτχ. κομόων· μέλ. -ήσω· (κόμηI. 1. αφήνω τα μαλλιά να μακρύνουν, έχω μακριά μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ.· κομέειν τὴν κεφαλήν, σε Ηρόδ.· τα πρώτα χρόνια οι Έλληνες είχαν μακριά μαλλιά, απ' όπου, κάρη κομόωντες Ἀχαιοί, στον Όμηρ. Στη Σπάρτη συνεχίστηκε αυτή η συνήθεια. Στην Αθήνα διατηρούσαν μακριά κόμη οι νέοι ως το δέκατο όγδοο έτος, όπου τότε πρόσφεραν τους βοστρύχούς τους σε κάποια θεότητα· το να έχει κάποιος μακριά μαλλιά θεωρούνταν ένδειξη αριστοκρατικής καταγωγής· απ' όπου, 2. κομᾶν, σήμαινε καμαρώνω, περηφανεύομαι, είμαι περήφανος ή αλαζονικός, όπως το Λατ. cristam tollere, σε Αριστοφ.· οὗτος ἐκόμησε ἐπὶ τυραννίδι, στόχευσε στη μοναρχία, σε Ηρόδ.· ἐπὶ τῷ κομᾷς; για ποιο λόγο περηφανεύεσαι; σε Αριστοφ. II. λέγεται για άλογα, χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε, διακοσμημένος με χρυσές χαίτες, σε Ομήρ. Ιλ. III. μεταφ., λέγεται για δένδρα και φυτά, έχω φύλλωμα, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.
κομέω, Ιων. παρατ. κομέεσκον, φροντίζω, παρακολουθώ, επιμελούμαι, περιποιούμαι, σε Όμηρ.
κόμη, , I. τα μαλλιά του κεφαλιού, Λατ. coma, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης στον πληθ., στον ίδ.· κόμην τρέφειν, αφήνω τα μαλλιά να μακρύνουν, σε Ηρόδ.· κόμηνκείρεσθαι, ξυρίζω τα μαλλιά στο πένθος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· κόμαι πρόσθετοι, ψεύτικα μαλλιά, περούκα, σε Ξεν. II. μεταφ., φύλλωμα, φυλλωσιά των δέντρων, σε Ομήρ. Οδ.
Κομητ-ᾰμῠνίας, -ου, , κωμική εκδοχή του ονόματος Αμυνίας, ο «ομορφονιός» Αμυνίας (πρβλ. κομάω), σε Αριστοφ.
κομήτης, -ου, (κομάωI. 1. αυτός που έχει μακριά μαλλιά, μακρυμάλλης, παρά Ηρόδ., Αριστοφ. 2. μεταφ., ἰὸς κ., βέλος με φτερά, σε Σοφ.· λειμὼν κ., πράσινο λιβάδι, σε Ευρ. II. ως ουσ., κομήτης, σε Αριστ.
κομῐδή, (κομίζω),· I. 1. φροντίδα, περιποίηση, στην Ομήρ. Ιλ.· λέγεται πάντα για φροντίδα που προσφέρεται στα άλογα· στην Ομήρ. Οδ., λέγεται για φροντίδα που δίνεται στους άνδρες στα λουτρά, κ.λπ.· επίσης, η φροντίδα του κήπου, σε Ομήρ. Οδ. 2. πρόβλεψη, προμήθεια, στο ίδ. II. 1. μεταφορά, συγκομιδή, σε Θουκ.· συγκομιδή θερισμού, σε Ξεν. 2. (από τη Μέσ. επίσης), αποκόμιση, ανάκτηση, ελευθέρωση, σε Ηρόδ.· αποπληρωμή, εξόφληση χρέους, σε Δημ. 3. (από την Παθ.), απομάκρυνση-επιστροφή, σε Ηρόδ.· διαφυγή, ασφαλής επιστροφή, στον ίδ.
κομῐδῇ, επίρρ. (δοτ. αντί κομιδή1. ακριβώς, «σωστά», σε Πλάτ., Δημ. 2. όπως το πάνυ, απολύτως, ολότελα, εντελώς, σε Πλάτ.· οὐ κομιδῇ, καθόλου, σε Πλούτ. 3. στις απαντήσεις, κομιδῇ μὲν οὖν, ακριβώς έτσι, βεβαίως, σε Αριστοφ., Πλάτ.
κομίζω, μέλ. κομιῶ, έπειτα κομίσω, αόρ. αʹ ἐκόμισα, Επικ. ἐκόμισσα ή κόμισσα, Δωρ. ἐκόμιξα· παρακ. κεκόμικαΜέσ., μέλ. κομιοῦμαι, Ιων. -ιεῦμαι· αόρ. αʹ ἐκομισάμην, Επικ. ἐκομισσ- ή κομισσ-Παθ., μέλ -ισθήσομαι, αόρ. αʹ ἐκομίσθην, παρακ. κεκόμισμαι (συχνά με Μέσ. σημασία)· I. 1. φροντίζω, προσφέρω, παρέχω, επιμελούμαι, περιποιούμαι, σε Όμηρ.· καλοδέχομαι, ξενίζω, περιποιούμαι, σε Θουκ.· περισσότερο κοινώς στη Μέσ., σε Όμηρ. 2. λέγεται για πράγματα, ενδιαφέρομαι, παρακολουθώ, νοιάζομαι, υπολογίζω, στον ίδ. κ.λπ.· ἔξω κομίζειν πηλοῦ πόδα, κρατώ το πόδι μου έξω από τη λάσπη, σε Αισχύλ. II. 1. μεταφέρω ώστε να κρατήσω, μεταφέρω προς φύλαξη, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· απλά, διασώζω, φυλάω, τινὰ ἐκ θανάτου, σε Πίνδ.· αλλά, νεκρὸν κ., μεταφέρω για ταφή, σε Σοφ., Ευρ. 2. κερδίζω σαν βραβείο ή λάφυρο, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.Μέσ., παίρνω για τον εαυτό μου, αποκτώ, κερδίζω, σε Σοφ. κ.λπ. 3. μεταφέρω, βαστάζω, μεταβιβάζω, διακομίζω, σε Όμηρ. κ.λπ.Παθ., μεταφέρομαι, ταξιδεύω στη θάλασσα ή στην ξηρά, σε Ηρόδ.· εἴσω κομίζου, είσελθε, μπες, σε Αισχύλ.· ομοίως στον μέλ. και Μέσ. αόρ. αʹ, κομιεύμεθα ἐς Σῖριν, σε Ηρόδ. κ.λπ. 4. φέρνω σε κάποιο μέρος, εισάγω, εισφέρω, καρπὸν κ., κάνω τη συγκομιδή του σιταριού, στον ίδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ., σε Σοφ.· και Παθ. παρακ. με Μέσ. σημασία, τοὺς καρποὺς κεκόμισθε, έχετε θερίσει τους καρπούς, σε Δημ. 5. οδηγώ, συνοδεύω, σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.· κ. ναῦς, σε Θουκ. 6. επαναφέρω, επιστρέφω, σε Πίνδ., Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.Μέσ., επιστρέφω, ανακτώ, σε Ευρ., Θουκ.· κομίζεσθαι χρήματα, εξοφλώ χρέος, σε Δημ.Παθ., έρχομαι ή πηγαίνω πίσω, υποστρέφω, σε Ηρόδ., Αττ. 7. όπως το Λατ. affeco, χορηγώ, προσφέρω, παρέχω, σε Αισχύλ.
κομιστέος, , -ον, ρημ. επίθ., I. αυτός για τον οποίο πρέπει να φροντίσει κάποιος, αυτός που πρέπει να συγκεντρωθεί από κάποιον, σε Αισχύλ. II. κομιστέον, αυτό που πρέπει να μεταφερθεί, σε Πλάτ.
κομιστήρ, -ῆρος, , = το επόμ., σε Ευρ., Πλούτ.
κομιστής, -οῦ, (κομίζω), I. αυτός που περιποιείται, που φροντίζει, σε Ευρ. II. οδηγός, φορέας, αγωγός, στον ίδ.
κόμιστρον, τό (κομίζω), στον πληθ. όπως το σῶστρα, I. πληρωμή ή αμοιβή για διάσωση ζωής, σε Αισχύλ. II. αμοιβή μεταφοράς, σε Ευρ.
κομιῶ, Αττ. μέλ. του κομίζω.
κόμμα, -ατος, τό (κόπτω), I. 1. αποτύπωμα ή εντύπωση νομίσματος, σε Αριστοφ.· παροιμ., πονηροῦ κόμματος, με φαύλο χάραγμα, στον ίδ. 2. νόμισμα, νόμισμα, νομισματοκοπία, στον ίδ. II. σημείο στίξης σε πρόταση, Λατ. comma, σε Κικ.
κομμᾰτικός, , -όν (κόμμα II), αυτός που αποτελείται από μικρές προτάσεις, μικρὰ καὶ κ. ἐρωτήματα, σε Λουκ.
κόμμῐ, τό, κόμμι, γόμα, τσίχλα, Λατ. gummi, σε Ηρόδ. (ξέν. λέξη).
κομμός, -οῦ, (κόπτω), 1. χτύπημα, πλήγμα· ιδίως, όπως το Λατ. planctus (από το plango), χτύπημα κεφαλιού και στήθους στον θρήνο, ἔκοψακομμὸν Ἄριον, θρήνησα με Μηδικό θρήνο, σε Αισχύλ. 2. στο Αττ. δράμα, άγριος θρήνος, που αδόταν εναλλάξ από τον υποκριτή και τον χορό, όπως στον Αγαμ. του Αισχύλ. 1072-1185.
κομμόω, ομορφαίνω, εξωραΐζω, καλλωπίζω, σε Αριστ. (αμφίβ. προέλ.).
κομμωτής, -οῦ, , καλλωπιστής, εξωραϊστής, σε Λουκ.