Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Κ"

Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [2521 - 2540]
κνῑσωτός, , -όν (κνισόω), ατμώδης, αυτός που αναδίδει τσίκνα, λέγεται για θυσία, σε Αισχύλ.
κνίψ, , γεν. κνῑπός, ονομ. πληθ. κνῖπες, όπως το σκνίψ, μικρό έντομο που δαγκώνει σύκα, σε Αριστοφ.
κνύζᾰ, , ποιητ. αντί κόνυζα, σε Θεόκρ.
κνυζάομαι και -έομαι, αποθ. (κνῦ), κυρίως λέγεται για σκύλο, κλαψουρίζω, ουρλιάζω, βγάζω λυγμούς, σε Σοφ., Αριστοφ.
κνυζεῦνται, Δωρ. αντί -οῦνται, γʹ πληθ. του κνυζέομαι.
κνυζηθμός, (κνυζάομαι), ούρλιασμα, κλαψούρισμα, σε Ομήρ. Οδ.
κνύζημα, τό = κνυζηθμός, λέγεται για βρέφη, νεογέννητα, Λατ. vagitus, σε Ηρόδ.
κνυζόω, μέλ. -ώσω, βλάπτω τα μάτια, προξενώ σε αυτά σκότος, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
κνώδᾰλον, τό, οποιοδήποτε επικίνδυνο ζώο, από λιοντάρι έως ερπετό ή σκουλήκι, τέρας, θηρίο, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Τραγ.· λέγεται για πρόσωπα, ως όρος αποδοκιμασίας, ὦ παντομισῆ κνώδαλα, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).
κνώδων, -οντος, (ὀδούς), στον πληθ. κνώδοντες, δύο προεξέχοντα δόντια πάνω στη λόγχη του δόρατος, σε Ξεν.· ξίφους διπλοῖ κνώδοντες, δηλ. δίστομο σπαθί, σε Σοφ.· επίσης, κνώδων μόνο του, λέγεται για το σπαθί, στον ίδ.
κνώσσω, κοιμάμαι ήσυχα (σαν αρνάκι), σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.
κοάλεμος[ᾱ], ηλίθιος, ανόητος, ευήθης, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
κοάξ, κωμική λέξη, για να δηλώσει το κρώξιμο των βατράχων, βρεκεκεκὲ κοὰξ κοάξ, σε Αριστοφ.
κοβᾱλίκευμα, τό, πονηρό τέχνασμα, απάτη, σε Αριστοφ.
κόβᾱλος, , I. αναίσχυντος, κακούργος, πανούργος, σε Αριστοφ.· οι Κόβαλοι ήταν κάποια πλάσματα (καλικάντζαροι) τα οποία επικαλούνταν οι απατεώνες, στον ίδ. II. ως επίθ. κόβαλα, πανούργα τεχνάσματα, απάτες, ζαβολιές, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
κόγχη, , I. μυς ή στρείδι, Λατ. concha, σε Ξεν. II. θήκη γύρω από τη σφραγίδα που προσαρτάται σε τίτλους και έγγραφα, σε Αριστοφ.
κογχύλη[ῠ], = κόγχη, σε Ανθ.
κογχῠλιάτης[ᾱ], -ου, , ο γεμάτος κοχύλια, λίθος κογχ., μάρμαρο που εμπιερέχει απολιθωμένα όστρακα, σε Ξεν.
κογχύλιον, τό, 1. υποκορ. του κογχύλη, μικρού είδους μυς ή στρείδι, σε Αριστ. 2. όστρακο, δίθυρο οστρακοειδές, σε Ηρόδ.
κοδράντης, -ου, , το Λατ. quandrus = 1/4 του ασσαρίου, σε Κ.Δ.