Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Κ"

Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [2501 - 2520]
κνησιάω, εφετικό του κνάω, επιθυμώ να ξύσω, αισθάνομαι φαγούρα, φαγουρώνομαι, σε Πλάτ.
κνησί-χρῡσος, -ον, αυτός που διαβρώνει ή ροκανίζει το χρυσάφι, σε Ανθ.
κνῆσμα, -ατος, τό, τσίμπημα, δάγκωμα, σε Ξεν.
κνησμονή, = κνησμός, , σε Ανθ.
κνησμός, (κνάω), φαγούρα, ερεθισμός, σε Πλούτ.
κνῆστις, -εως και -ιος, (κνάω), μαχαίρι για την αποφλοίωση τυριού, σε Ομήρ. Ιλ. (ως συνηρ. δοτ. κνήστῑ).
κνίδη[ῑ], (κνίζω), τσουκνίδα, Λατ. urtica, σε Θεόκρ., Ανθ.
Κνίδιος[ῐ], , -ον (Κνίδος), αυτός που αφορά ή κατάγεται από την Κνίδο· οἱΚνίδιοι, οι κάτοικοι της Κνίδου, σε Ηρόδ.
κνίζω, Δωρ. κνίσδω· μέλ. κνίσω [ῐ], αόρ. αʹ ἔκνισα, Δωρ. ἔκνιξαΠαθ., αόρ. αʹ ἐκνίσθην· I. ξύνω ή αποξέω, τρίβω, γαργαλώ· μεταφ., λέγεται για την αγάπη, πειράζω, ερεθίζω, ενοχλώ, ταράζω, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για κορεσμό, σε Πίνδ.· λέγεται για άγχος, αγωνία, σε Αριστοφ.Παθ., κνίζεσθαί τινος, τσιμπιέμαι (από αγάπη) για κάποιον, σε Θεόκρ. II. κν. ὀργάν, προκαλώ θυμό, οργή, σε Πίνδ.
κνῑπός, -όν, τσιγγούνικος, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
κνῖσα, Επικ. κνίση, -ης, , Λατ. nidor, I. λιπαρός ατμός, αχνός και μυρωδιά που βγαίνει από το ψημένο κρέας, γεύση και αναθυμίαση των καιομένων θυσιών, η οποία ανεβαίνει στον ουρανό ως προσφορά στους θεούς, σε Όμηρ. II. αυτό το οποίο προκάλεσε αυτή τη μυρωδιά και αυτόν τον καπνό, δηλ. το λίπος, μέσα στο οποίο περιτυλιγόταν και καιγόταν η σάρκα του θύματος, μηρούς τ' ἐξέταμον κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν, σε Ομήρ. Ιλ.
κνῑσάεις, Δωρ. αντί κνισήεις· συνηρ. δοτ. κνισᾶντι.
κνῑσάω, μέλ. -ήσω (κνῖσα), γεμίζω με τον αχνό και τη γεύση της καιόμενης θυσίας, σε Ευρ., Αριστοφ.
κνίσδω, Δωρ. αντί κνίζω.
κνῑσήεις, -εσσα, -εν (κνῖσα), γεμάτος από καπνό της καιόμενης θυσίας, ο γεμάτος αχνούς, σε Ομήρ. Οδ.
κνίσμα, -ατος, τό (κνίζω), I. στον πληθ., αποξέσματα, μικρά κομματάκια, σε Πλάτ. II. ξύσματα, σε Ανθ.· φιλονικίες, στον ίδ.
κνισμός, , φαγούρα του δέρματος, γαργάλημα, σε Αριστοφ.
κνῑσόω, μέλ. -ώσω (κνῖσα), μεταβάλλω σε ατμό, σε Λουκ.
κνίσσα, κνισσάω, κνισσήεις, λανθασμένοι τύποι του κνῖσα κ.λπ.
κνίσσῃ, γʹ ενικ. ποιητ. υποτ. του κνίζω.