Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Κ"

Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [2481 - 2500]
κνάσω, κνᾶσαι, Δωρ. αντί κνήσω, κνῆσαι, απαρ. μέλ. και αόρ. αʹ του κνάω.
κνάφαλλον[ᾰ], τό, βλ. κνέφαλλον.
κνᾰφεῖον, Ιων. -ήϊον, τό, εργαστήριο γναφέα (βυρσοδέψη), σε Ηρόδ.
κνᾰφεύς, -έως, , Αττ. πληθ. κναφῇς, (κνάπτω), γναφέας, βυρσοδέψης, δηλ. διορθωτής, πτυχωτής και σιδερωτής ρούχων, μεταποιητής ενδυμάτων, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
κνᾰφεύω, μέλ. -σω = κνάπτω, καθαρίζω ρούχο, σε Αριστοφ.
κνᾰφήιον, τό, Ιων. αντί κναφεῖον.
κνάφος, (κνάω), I. ακανθώδες φυτό με το οποίο ξένουν τα ρούχα. II. κτένι για λανάρισμα, που χρησιμοποιούνταν επίσης και ως όργανο βασανισμού, σε Ηρόδ.
κνάω, Αττ. βʹ και γʹ ενικ. κνῇς, κνῇ, απαρ. κνῆν, Ιων. κνᾶν· μέλ. κνήσω, αόρ. αʹ ἔκνησα· γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ κνῆ (όπως αν προερχόταν από το κνῆμι) — Μέσ., Αττ. απαρ. κνῆσθαι· αόρ. αʹ ἐκνησάμην· I. αποξέω, ξύνω ή τρίβω, Λατ. redere, σε Ομήρ. Ιλ.· τὸν κηρὸν κνᾶν, τον αποξύνω, σε Ηρόδ. II. γρατσουνίζω — Μέσ., ξύνομαι, σε Πλάτ. III. γαργαλώ, στον ίδ.Μέσ. κνᾶσθαι τὰ ὦτα, γαργαλώ τα αυτιά κάποιου, σε Λουκ.
κνεφάζω, μέλ. -άσω (κνέφας), επισκεπάζω με σύννεφα, επισκιάζω, σκοτεινιάζω, σε Αισχύλ.
κνεφαῖος, , -ον και -ος, -ον (κνέφας), 1. σκοτεινός, σκιερός, σε Αισχύλ., Ευρ. 2. στο σκοτάδι, νωρίς το πρωί, σε Αριστοφ.
κνέφᾰς, τό, δοτ. κνέφᾳ, αλλά επίσης γεν. κνέφους· δοτ. κνέφεϊ (όπως αν προερχόταν από το κνέφος1. σκοτεινιά, απογευματινό σκοτείνιασμα, σουρούπωμα, λυκόφως, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· επίσης, τὸ κατὰ γῆς κν., σε Ευρ.. 2. έπειτα, το πρωινό ξημέρωμα ή λυκαυγές, Λατ. diluculum, κνέφᾳ, το πρωί, τα χαράματα, σε Ξεν.
κνῆ, Αττ. γʹ ενικ. του κνάω.
κνήθω, μέλ. κνήσω, (κνάω) μεταγεν. τύπος του κνάω, ξύνω, γαργαλώ γρατσουνίζω — Παθ., φαγουρώνομαι, σε Κ.Δ.
κνηκίας, , βλ. κνηκός.
κνηκός, , -όν, Δωρ. κνᾱκός, , -όν, αυτός που έχει χρώμα «κροκίζον», χλωμοκίτρινο, καστανόξανθος, κοκκινωπός, σε Ανθ.· απ' όπου ο τράγος ονομάζεται κνάκων, , σε Θεόκρ.· και ο λύκος κνηκίας, σε Βάβρ.
κνήμ-αργος, -ον, αυτός που έχει λευκές κνήμες, σε Θεόκρ.
κνήμη, , μέρος του ποδιού μεταξύ του γόνατου και του αστραγάλου, η κνήμη, Λατ. tibia, σε Όμηρ., Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
κνημῑδο-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που φοράει περικνημίδες, σε Ηρόδ.
κνημίς, -ίδος, (κνήμη), περικνημίδα ή μέρος πανοπλίας από το γόνατο ως τον αστράγαλο, Λατ. acrea, περὶ κνήμῃσιν ἔθηκεν, σε Ομήρ. Ιλ.· οι κνημῖδες δένονταν στον αστράγαλο με πόρπες (ἐπισφύρια)· οι βόειαι κνημῖδες είναι περικνημίδες από δέρμα βοδιού, που φορούνταν από τους γεωργούς, σε Ομήρ. Οδ.
κνημός, , προεξέχων «βραχίονας» βουνού ή η πλαγιά του βουνού, σε Όμηρ.