Αποτελέσματα για: "Κ"
Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [2441 - 2460]
-
κλῦθι, προστ. αορ. βʹ του κλύω.
-
κλύμενος[ῠ], -η, -ον = κλυτός, διάσημος, σε Θεόκρ.
-
κλύσμα, -ατος, τό (κλύζω), I. υγρό που χρησιμοποιείται για ξέπλυμα· ιδίως, κλύσμα, κατάβρεγμα, σε Ηρόδ. II. μέρος που καταβρέχεται από τα κύματα, ακτή, σε Πλούτ., Λουκ.
-
κλυστήρ, -ῆρος, ὁ, σύριγγα, κλωστήρι, σε Ηρόδ.
-
Κλυται-μνήστρα, ἡ (κλυτός, μνάομαι), η βασίλισσα Κλυταιμνήστρα, σύζυγος του Αγαμέμνονα, σε Ομήρ. Ιλ.
-
κλῦτε, βʹ πληθ. προστ. αορ. βʹ του κλύω.
-
κλῠτό-δενδρος, -ον (δένδρον), περίφημος για τα δένδρα του, σε Ανθ.
-
κλῠτο-εργός, -όν (*ἔργω), περίφημος, ξακουστός για την εργασία του, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.
-
κλῠτό-καρπος, -ον, ένδοξος για τα φρούτα του, σε Πίνδ.
-
κλῠτό-μητις, -ι, γεν. -ιος, περίφημος για τις ικανότητές του, σε Ομηρ. Ύμν.
-
κλῠτό-μοχθος, -ον, περίφημος για τους κόπους του, σε Ανθ.
-
κλυτό-νοος, -ον, περίφημος για τη σοφία του, σε Ανθ.
-
κλῠτό-παις, ὁ, ἡ, αυτός που έχει διάσημα παιδιά, σε Ανθ.
-
κλῠτό-πωλος, -ον, με αριστοκρατικά άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.
-
κλῠτός, -ή, -όν και -ός, -όν (κλύω)· 1. ακουστός, δηλ. γνωστός, διάσημος, ένδοξος, περίφημος, λέγεται για πρόσωπα, σε Όμηρ. 2. λέγεται για πράγματα, «ευγενικά», εξαιρετικά, αριστοκρατικά, εξαίσια, στον ίδ. κ.λπ.
-
κλῠτο-τέχνης, -ου, ὁ (τέχνη), διάσημος για την τέχνη του, διακεκριμένος, αναγνωρισμένος καλλιτέχνης, σε Όμηρ.
-
κλῠτό-τοξος, -ον (τόξον), περίφημος για το τόξο, διακεκριμένος τοξευτής, σε Όμηρ.
-
κλύω, αόρ. βʹ ἔκλυον, Επικ. κλύον· προστ. (όπως αν προερχόταν από το κλῦμι) κλῦθι, κλῦτε, Επικ. αναδιπλ. κέκλῠθι, κέκλῠτε· I. 1. ακούω, σε Όμηρ. κ.λπ.· κλύειν τίτινος, ακούω κάτι από κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· έπειτα, κλύειν τινός, τον ακούω, στο ίδ.· κλ. τι, το ακούω, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με γεν. αντικειμ., ακούω για κάποιον ή για κάτι, σε Σοφ. 2. αντιλαμβάνομαι γενικά, γνωρίζω, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. II. παρακολουθώ, προσέχω, ακούω, τινός, σε Όμηρ. κ.λπ.· η προστ. χρησιμ. ιδίως στις ικεσίες, (επ)άκουσέ με, κλῦθί μευ, Ἀργυρότοξε, σε Ομήρ. Ιλ.· κέκλυτέ μευ, θεοί, στο ίδ.· επίσης με δοτ., ακούω, υπακούω, υποτάσσομαι, σε Ησίοδ. κ.λπ. III. στους Τραγ. όπως το ἀκούω V, αποκαλούμαι ή συζητιέμαι καθ' αυτόν τον τρόπο, με επίρρ. εὖ ή κακῶς κλύειν.
-
κλωβός, ὁ, κλουβί πουλιού, σε Ανθ.
-
κλωγμός ή κλωσμός, ὁ (κλώσσω), φωνή ορνίθων, κακάρισμα· «κακαριστός» (κροταλιστός) ήχος μέσω του οποίου παρακινούσε κάποιος το άλογο, σε Ξεν.