Αποτελέσματα για: "Κ"
Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [2341 - 2360]
-
κλειτός, -ή, -όν (κλείω Β) = κλεινός, σε Όμηρ., Πίνδ.
-
κλείω (Α), μέλ. κλείσω, αόρ. αʹ ἔκλεισα — Παθ., μέλ. κλεισθήσομαι και κεκλείσομαι, αόρ. αʹ ἐκλείσθην, παρακ. κέκλειμαι ή κέκλασμαι· Ιων. κληΐω· αόρ. αʹ ἐκλήῑσα, Επικ. κλήῑσα, απαρ. κληῖσαι — Παθ., αόρ. αʹ ἀπ-εκληΐσθην· παρακ. κέκλῃμαι· Δωρ., μέλ. κλᾳξῶ, προστ. και μτχ. αορ. ἀποκλᾶξον, -κλάξας· I. 1. κλείνω, φράζω, εμποδίζω, κλειδώνω, κλήϊσεν δὲ θύρας, σφάλισε τις πόρτες, σε Ομήρ. Οδ.· ἐκλήϊσεν ὀχῆας, αμπάρωσε τους μοχλούς ώστε να κλείσει την πόρτα, στον ίδ.· κλῄειν στόμα, σε Ευρ. 2. φράζω, αποκλείω, μπλοκάρω, Βόσπορον κλῇσαι, σε Αισχύλ.· κλῄσειν τοὺς ἔσπλους ναυσί, σε Θουκ. — Παθ., είμαι κλεισμένος, σε Ηρόδ. II. περιορίζω, σε Ευρ.
-
κλείω (Β), Επικ. αντί κλέω, γιορτάζω, εγκωμιάζω, λαμπρύνω.
-
Κλειώ, -οῦς, ἡ, η Κλειώ, μια από τις Μούσες, σε Ησίοδ. κ.λπ.· ιδίως, η Μούσα της Επικής Ποίησης και της Ιστορίας (από το κλέω, κλείω, γιορτάζω).
-
κλέμμα, -ατος, τό (κλέπτω)· I. κλοπιμαίο, σε Ευρ., Αριστοφ. II. στρατήγημα, τέχνασμα στον πόλεμο, σε Θουκ.· απάτη, σε Δημ., Αισχίν.
-
κλέος, τό, μόνο στην ονομ. και αιτ. ενικού και πληθ.· Επικ. πληθ. κλέᾰ, κλεῖα· (κλέω)· I. φήμη, διάδοση, αναφορά, είδηση, Λατ. fama, σε Όμηρ.· σὸν κλέος, ειδήσεις για εσένα, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., κλέοςἈχαιῶν, η είδηση του ερχομού τους, σε Ομήρ. Ιλ.· απλή αναφορά, φήμη, αντίθ. προς τη βεβαιότητα, κλέος οἶον ἀκούομεν, οὐδέ τι ἴδμεν, ακούμε μόνο μια φήμη αλλά δεν γνωρίζουμε κάτι, στο ίδ. II. 1. καλή είδηση, καλή φήμη, δόξα, σε Όμηρ.· κλέος οὐρανὸν ἵκει, σε Ομήρ. Οδ.· κλ. ἑλέσθαι, εὑρέσθαι, σε Πίνδ.· λαβεῖν, σε Σοφ.· κλ. καταθέσθαι, καταθέτει απόθεμα δόξας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· στον πληθ., ἄειδε κλέα ἀνδρῶν (συντομ. από το κλέεα), έψαλε τους επαίνους των κατορθωμάτων τους, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με αρνητική σημασία, δύσφημον κλέος, άσχημη φήμη, σε Πίνδ.· αἰσχρὸν κλ., σε Ευρ.· συνδυασμός των δύο σημασιών, στον Θουκ.· ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου κλέος ᾖ, λέγεται για κάποιον για τον οποίο δεν γίνεται πολύ κουβέντα είτε θετικά είτε αρνητικά.
-
κλεπτέον, ρημ. επίθ. του κλέπτω, αυτό που πρέπει να αποκρυφθεί, σε Σοφ.
-
κλέπτης, -ου, ὁ (κλέπτω), κλέφτης, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ.· γενικά, απατεώνας, κακούργος, σε Σοφ.
-
κλεπτικός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κλέφτη· ἡ -κὴ (ενν. τέχνη), η κλοπή, σε Πλάτ.
-
κλεπτίστατος, -η, -ον, υπερθ. επίθ. από το κλέπτης, ο πλέον διαβόητος κλέφτης, σε Αριστοφ.
-
κλέπτον, βλ. κλέπτω I 2.
-
κλέπτω· Ιων. παρατ. κλέπτεσκον· μέλ. κλέψω και κλέψομαι, αόρ. αʹ ἔκλεψα, παρακ. κέκλοφα — Παθ., αόρ. αʹ ἐκλέφθην, αόρ. βʹ ἐκλάπην [ᾰ], παρακ. κέκλεμμαι· I. 1. κλέβω, λωποδυτώ, ξαφρίζω, υπεξαιρώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· τῆς γενεῆς ἔκλεψε, από αυτή τη γενιά έκλεψε ο Αγχίσης, δηλ. έκλεψε πουλάρια αυτής της ράτσας, σε Ομήρ. Ιλ.· σῶμα κλ., το κατεβάζω κρυφά, σε Ευρ. 2. ως Ενεργ. μτχ., κλεφτικός, κλέπτον βλέπει, έχει το ύφος του κλέφτη, σε Αριστοφ. II. εξαπατώ, ξεγελώ, αποσπώ με απάτη, παραπλανώ, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ. — Παθ., προβαίνει κλεπτόμενος, προχωρεί με κλειστά μάτια, σε Ηρόδ. III. όπως το κρύπτω, κρύβω, αποκρύπτω, κρατώ μυστικό, συγκαλύπτω, σε Πίνδ., Σοφ., Ευρ. κ.λπ. IV. 1. πράττω με μυστικότητα ή ύπουλα, κλ. σφαγάς, διαπράττω, εκτελώ σφαγές μυστικά, σε Σοφ.· κλ.μύθους, διαδίδω κακές φήμες, στον ίδ.· κλέπτων ἢ βιαζόμενος, μέσω απάτης ή βίας, σε Πλάτ. 2. καταλαμβάνω ή κατακτώ μυστικά, σε Ξεν.
-
κλεψί-φρων, -ον (φρήν), αυτός που εξαπατά, υποκριτής, προσποιείται, σε Ομηρ. Ύμν.
-
κλεψ-ύδρα, Ιων. -ύδρη, ἡ (ὕδωρ), I. ρολόι νερού, όπως οι κλεψύδρες με άμμο, που χρησιμοποιείται για να χρονομετρούν τους λόγους στα δικαστήρια, σε Αριστοφ. II. όνομα πηγής στην Ακρόπολη της Αθήνας, της οποίας τα νερά άλλοτε πλημμύριζαν και άλλοτε λιγόστευαν, στον ίδ.
-
κλέω, Επικ. κλείω — Παθ., Επικ. βʹ ενικ. παρατ. ἔκλεο· (αντί ἐκλέεο)· λέω για κάποιον, δοξάζω, φημίζω, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Ευρ. — Παθ., είμαι γνωστός, διάσημος, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· ἔνθ' ἀγοραὶ κλέονται, εκεί όπου λαμβάνουν χώρα οι διάσημες συναντήσεις, σε Σοφ.
-
κλῇδες, Αττ. ονομ. πληθ. του κλείς.
-
κλήδην, επίρρ. (καλέω) κατά όνομα, σε Ομήρ. Ιλ.
-
κλῃδουχέω, κλῃδοῦχος, παλιό Αττ. αντί κλειδ-.
-
κληδών, -όνος, ἡ, Επικ. κλεηδών και κληηδών, (κλέω)· I. οιωνός, σημάδι, προαίσθημα, προμήνυμα που περιέχεται σε λόγο ή ήχο, σε Ηρόδ., Αισχύλ. II. 1. φήμη, διάδοση, νέα, ειδήσεις, σε Ηρόδ., Τραγ.· κληηδὼν πατρός, νέα από τον πατέρα μου, σε Ομήρ. Οδ. 2. δόξα, φήμη, σε Τραγ. III. 1. επίκληση, έκκληση, προσφυγή, πατρῷαι κληδόνες, σε Αισχύλ. 2. όνομα, τίτλος, επωνυμία, προσωνυμία, στον ίδ.
-
κλῄζω, Ιων. κληΐζω· μέλ. κλῄσω, Δωρ. κλεΐξω· αόρ. αʹ ἔκλῃσα, Δωρ. εὐκλεΐξαι — Παθ., παρακ. κέκλῃσμαι· (κλέω)· I. κάνω διάσημο, επαινώ σε ύμνο, εξαίρω, εγκωμιάζω, σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ., Ευρ. — Παθ., αποκαλούμαι, συζητιέμαι, σε Αισχύλ., Ευρ. II. ονομάζω, αποκαλώ, σε Σοφ. — Παθ., ἔνθα κλῄζεται οὗμος Κιθαιρών, όπου υπάρχει ο δικός μου Κιθαιρώνας, στον ίδ.· πρβλ. κικλήσκω μίη κλῄζω, στους μεταγεν. συγγραφείς αντί κλείω, κλῄω, κλείνω.