Αποτελέσματα για: "Κ"
Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [2301 - 2320]
-
κλαμβός, -ή, -όν, κολοβός, ακρωτηριασμένος, σε Ιππιατρ.
-
κλάξ, -ᾱκος, ἡ, Δωρ. αντί κλείς.
-
κλᾳξῶ, Δωρ. μέλ. του κλείω, κλείνω, σφαλίζω.
-
κλᾱρος, κλᾱρόω, Δωρ. αντί κληρ-.
-
κλάσε, Επικ. αντί ἔκλᾰσε, γʹ ενικ. αορ. αʹ του κλάω.
-
κλᾰσῐ-βῶλαξ, -ᾰκος, ὁ, ἡ (κλάω), αυτός που σπάει τους βώλους της γης, σε Ανθ.
-
κλάσις[ᾰ], -εως, ἡ (κλάω), θραύση, τσάκισμα, σπάσιμο, σε Κ.Δ.
-
κλάσμα, -ατος, τό (κλάω), αυτό που σπάζεται, κομμένο κομμάτι, τεμάχιο, σε Κ.Δ., Πλούτ.
-
κλαστάζω, μέλ. -σω (κλάω), περιποιούμαι αμπέλι, κλαδεύω· μεταφ., κλ. τινά, «κόβω τα φτερά κάποιου», τον ταπεινώνω, σε Αριστοφ.
-
κλαστός, -ή, -όν (κλαίω), σπασμένος σε κομμάτια, σε Ανθ.
-
κλαυθμός, ὁ (κλαίω), θρήνος, οιμωγή, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αισχύλ.
-
κλαυθμῠρίζω, μέλ. -σω, κάνω κάποιον να κλάψει — Παθ., κλαίω, σε Πλάτ.
-
κλαυθμῠρισμός, ὁ, κλαψούρισμα σαν παιδί, σε Πλούτ.
-
κλαῦμα, -ατος, τό (κλαίω), I. κλαυθμός, θρήνος, σε Αισχύλ. II. θλίψη, δυστυχία, σε Σοφ., Αριστοφ.
-
κλαύσἄρα, κράση αντί κλαύσει ἄρα.
-
κλαῦσε, Επικ. αντί ἔκλαυσε, γʹ ενικ. αορ. αʹ του κλαίω.
-
κλαυσετἄρα, κράση αντί κλαύσεται ἄρα.
-
κλαυσιάω, εφετικό του κλαίω, επιθυμώ να κλάψω, τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ, η μικρή θύρα πρόκειται να κλάψει (δηλ. θα υποφέρει), επειδή τρίζει αναίτια, σε Αριστοφ.
-
κλαυσί-γελως[ῐ], ὁ, γέλια ανακατεμένα με δάκρυα, σε Ξεν.
-
κλαυσί-μαχος, -ον (μάχη), αυτός που λυπάται για τη μάχη, παρωδία του ονόματος του Λαμάχου (ο έτοιμος για μάχη), σε Αριστοφ.