Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Κ"

Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [2301 - 2320]
κλαμβός, , -όν, κολοβός, ακρωτηριασμένος, σε Ιππιατρ.
κλάξ, -ᾱκος, , Δωρ. αντί κλείς.
κλᾳξῶ, Δωρ. μέλ. του κλείω, κλείνω, σφαλίζω.
κλᾱρος, κλᾱρόω, Δωρ. αντί κληρ-.
κλάσε, Επικ. αντί ἔκλᾰσε, γʹ ενικ. αορ. αʹ του κλάω.
κλᾰσῐ-βῶλαξ, -ᾰκος, , (κλάω), αυτός που σπάει τους βώλους της γης, σε Ανθ.
κλάσις[ᾰ], -εως, (κλάω), θραύση, τσάκισμα, σπάσιμο, σε Κ.Δ.
κλάσμα, -ατος, τό (κλάω), αυτό που σπάζεται, κομμένο κομμάτι, τεμάχιο, σε Κ.Δ., Πλούτ.
κλαστάζω, μέλ. -σω (κλάω), περιποιούμαι αμπέλι, κλαδεύω· μεταφ., κλ. τινά, «κόβω τα φτερά κάποιου», τον ταπεινώνω, σε Αριστοφ.
κλαστός, , -όν (κλαίω), σπασμένος σε κομμάτια, σε Ανθ.
κλαυθμός, (κλαίω), θρήνος, οιμωγή, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αισχύλ.
κλαυθμῠρίζω, μέλ. -σω, κάνω κάποιον να κλάψει — Παθ., κλαίω, σε Πλάτ.
κλαυθμῠρισμός, , κλαψούρισμα σαν παιδί, σε Πλούτ.
κλαῦμα, -ατος, τό (κλαίω), I. κλαυθμός, θρήνος, σε Αισχύλ. II. θλίψη, δυστυχία, σε Σοφ., Αριστοφ.
κλαύσἄρα, κράση αντί κλαύσει ἄρα.
κλαῦσε, Επικ. αντί ἔκλαυσε, γʹ ενικ. αορ. αʹ του κλαίω.
κλαυσετἄρα, κράση αντί κλαύσεται ἄρα.
κλαυσιάω, εφετικό του κλαίω, επιθυμώ να κλάψω, τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ, η μικρή θύρα πρόκειται να κλάψει (δηλ. θα υποφέρει), επειδή τρίζει αναίτια, σε Αριστοφ.
κλαυσί-γελως[ῐ], , γέλια ανακατεμένα με δάκρυα, σε Ξεν.
κλαυσί-μαχος, -ον (μάχη), αυτός που λυπάται για τη μάχη, παρωδία του ονόματος του Λαμάχου (ο έτοιμος για μάχη), σε Αριστοφ.