Αποτελέσματα για: "Κ"
Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [2241 - 2260]
-
κινητής, -οῦ, ὁ (κινέω), αυτός που θέτει σε κίνηση, δράστης, σε Αριστοφ.
-
κῑνητικός, -ή, -όν (κινέω), επιτήδειος στο να κινεί, σε Ξεν.
-
κιννάμωμον, τό, κανέλλα, γλωσσικό δάνειο από τους Φοίνικες, σε Ηρόδ.
-
κίνυγμα[ῑ], -ατος, τό (κινύσσομαι), οτιδήποτε τριγυρίζει, αἰθέριον κ., λέγεται για τους ανέμους του ουρανού, σε Αισχύλ.
-
κίνῠμαι[ῑ], αποθ., κινέομαι, μόνο στον ενεστ. και παρατ., κινούμαι, πορεύομαι, ἐς πόλεμον κίνυντο (Επικ. παρατ.), βημάτιζαν προς τη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.· κινυμένοιο, καθώς κινούνταν, στο ίδ.
-
κῐνύρομαι[ῡ], αποθ., μόνο στον ενεστ. και παρατ.· βγάζω θρηνώδη φωνή, οδύρομαι, σε Αριστοφ.· με σύστ. αντ., χαλινοὶ κινύρονται φόνον, τα χαλινάρια κουδουνίζουν ή συγκρούονται σημαίνοντας φόνο, σε Αισχύλ.
-
κῐνῠρός, -ά, -όν, γοερός, λυπητερός, θρηνητικός, σε Ομήρ. Ιλ.
-
κῑνύσσομαι, Παθ., κινέομαι, κινούμαι μπρος και πίσω, σε Αισχύλ.
-
κῑό-κρᾱνον, τό (κίων, κράνιον), κιονόκρανο, «κολονοκέφαλο», σε Ξεν.
-
κίον, Επικ. αντί ἔκιον, παρατ. του κίω.
-
κίοσι, δοτ. πληθ. του κίων.
-
Κίρκη, ἡ, η Κίρκη, μάγισσα που ζούσε στο νησί της Ασίας (Ωγυγία), η οποία μετέτρεψε τους συντρόφους του Οδυσσέα σε γουρούνια, σε Ομήρ. Οδ.
-
κίρκος, ὁ, I. είδος γερακιού ή όρνιου, που ονομάστηκε έτσι από το περιστροφικό του πέταγμα, ἵρηξ κίρκος (όπου το ἵρηξ, είναι ο γενικός όρος, ενώ το κίρκος, ο ειδικός, όπως το βοῦς ταῦρος), σε Ομήρ. Οδ. II. δακτύλιος, κύκλος, κυρίως στον τύπο κρίκος.
-
κιρκόω, μέλ. -ώσω, δένω σε κύκλο, περιδένω, ασφαλίζω με κρίκους, σε Αισχύλ.
-
κιρνάω και —ημι = κεράννυμι, μόνο στον ενεστ. και παρατ.· αναμειγνύω κρασί με νερό, στο γʹ ενικ. παρατ., ἐκίρνα και κίρνη, μτχ. κιρνάς, σε Ομήρ. Οδ.· στον Ηρόδ. γʹ ενικ. ενεστ. κιρνᾷ, αʹ πληθ. κίρνᾰμεν.
-
κίς, ὁ, γεν. κιός, αιτ. κίν, σκουλήκι ξύλου ή καλαμποκιού, σιταρόψειρα, Λατ. curaulio, σε Πίνδ.
-
κίσηρις[ῑ], -εως και -ιδος, ἡ, ελαφρόπετρα, Λατ. pumex, σε Αριστοφ., Λουκ. (άγν. προέλ.).
-
κίσσᾰ, Αττ. κιττ-, μέλ. -ήσω, I. φλύαρο και αδηφάγο πτηνό, κίσσα, καρακάξα, σε Αριστοφ. II. ψεύτικη όρεξη.
-
κισσάω, Αττ. κιττ-, μέλ. -ήσω, έχω όρεξη για περίεργο φαγητό, λέγεται για εγκύους· μεταφ., κ. τῆς εἰρήνης, σε Αριστοφ.· με απαρ., επιθυμώ να κάνω κάτι, στον ίδ.
-
κισσ-ήρης, -ες (κισσός, *ἄρω), περιβεβλημένος με κισσό, σε Σοφ.