Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Κ"

Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [2241 - 2260]
κινητής, -οῦ, (κινέω), αυτός που θέτει σε κίνηση, δράστης, σε Αριστοφ.
κῑνητικός, , -όν (κινέω), επιτήδειος στο να κινεί, σε Ξεν.
κιννάμωμον, τό, κανέλλα, γλωσσικό δάνειο από τους Φοίνικες, σε Ηρόδ.
κίνυγμα[ῑ], -ατος, τό (κινύσσομαι), οτιδήποτε τριγυρίζει, αἰθέριον κ., λέγεται για τους ανέμους του ουρανού, σε Αισχύλ.
κίνῠμαι[ῑ], αποθ., κινέομαι, μόνο στον ενεστ. και παρατ., κινούμαι, πορεύομαι, ἐς πόλεμον κίνυντο (Επικ. παρατ.), βημάτιζαν προς τη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.· κινυμένοιο, καθώς κινούνταν, στο ίδ.
κῐνύρομαι[ῡ], αποθ., μόνο στον ενεστ. και παρατ.· βγάζω θρηνώδη φωνή, οδύρομαι, σε Αριστοφ.· με σύστ. αντ., χαλινοὶ κινύρονται φόνον, τα χαλινάρια κουδουνίζουν ή συγκρούονται σημαίνοντας φόνο, σε Αισχύλ.
κῐνῠρός, , -όν, γοερός, λυπητερός, θρηνητικός, σε Ομήρ. Ιλ.
κῑνύσσομαι, Παθ., κινέομαι, κινούμαι μπρος και πίσω, σε Αισχύλ.
κῑό-κρᾱνον, τό (κίων, κράνιον), κιονόκρανο, «κολονοκέφαλο», σε Ξεν.
κίον, Επικ. αντί ἔκιον, παρατ. του κίω.
κίοσι, δοτ. πληθ. του κίων.
Κίρκη, , η Κίρκη, μάγισσα που ζούσε στο νησί της Ασίας (Ωγυγία), η οποία μετέτρεψε τους συντρόφους του Οδυσσέα σε γουρούνια, σε Ομήρ. Οδ.
κίρκος, , I. είδος γερακιού ή όρνιου, που ονομάστηκε έτσι από το περιστροφικό του πέταγμα, ἵρηξ κίρκος (όπου το ἵρηξ, είναι ο γενικός όρος, ενώ το κίρκος, ο ειδικός, όπως το βοῦς ταῦρος), σε Ομήρ. Οδ. II. δακτύλιος, κύκλος, κυρίως στον τύπο κρίκος.
κιρκόω, μέλ. -ώσω, δένω σε κύκλο, περιδένω, ασφαλίζω με κρίκους, σε Αισχύλ.
κιρνάω και —ημι = κεράννυμι, μόνο στον ενεστ. και παρατ.· αναμειγνύω κρασί με νερό, στο γʹ ενικ. παρατ., ἐκίρνα και κίρνη, μτχ. κιρνάς, σε Ομήρ. Οδ.· στον Ηρόδ. γʹ ενικ. ενεστ. κιρνᾷ, αʹ πληθ. κίρνᾰμεν.
κίς, , γεν. κιός, αιτ. κίν, σκουλήκι ξύλου ή καλαμποκιού, σιταρόψειρα, Λατ. curaulio, σε Πίνδ.
κίσηρις[ῑ], -εως και -ιδος, , ελαφρόπετρα, Λατ. pumex, σε Αριστοφ., Λουκ. (άγν. προέλ.).
κίσσᾰ, Αττ. κιττ-, μέλ. -ήσω, I. φλύαρο και αδηφάγο πτηνό, κίσσα, καρακάξα, σε Αριστοφ. II. ψεύτικη όρεξη.
κισσάω, Αττ. κιττ-, μέλ. -ήσω, έχω όρεξη για περίεργο φαγητό, λέγεται για εγκύους· μεταφ., κ. τῆς εἰρήνης, σε Αριστοφ.· με απαρ., επιθυμώ να κάνω κάτι, στον ίδ.
κισσ-ήρης, -ες (κισσός, *ἄρω), περιβεβλημένος με κισσό, σε Σοφ.