Αποτελέσματα για: "Κ"
Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [2141 - 2160]
-
κήρῐνος, -η, -ον (κηρός), φτιαγμένος από κερί, κέρινος, σε Πλάτ.· μεταφ., εύπλαστος και μαλακός σαν από κερί (Οράτ. cereus in vitium flecti), στον ίδ.
-
κηριο-κλέπτης, -ου, ὁ, κλέφτης κηρήθρων, σε Θεόκρ.
-
κηρίον, τό (κηρός), 1. κηρήθρα, Λατ. favus, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, κηρίον σφηκῶν, σε Ηρόδ. 2. κέρινη πλάκα, σε Ανθ.
-
κηρι-τρεφής, -ές (τρέφω), αυτός που έχει συνθραφεί με την αθλιότητα, σε Ησίοδ.
-
κηρο-δέτης, -ου, ὁ, Δωρ. κηροδέτος, = το επόμ., σε Ευρ.
-
κηρό-δετος, Δωρ. καρ-, -ον (δέω), δεμένος με κερί, μέλι, σε Ανθ.
-
κηρόθῐ, επίρρ. (κῆρ), στην καρδιά, με όλη την καρδιά, ολόψυχα, εγκάρδια, σε Όμηρ., Ησίοδ.
-
κηρόομαι, Παθ. (κηρός), Μέσ., καλύπτομαι με κερί, σε Ανθ.
-
κηρο-πᾰγής, -ές (πήγνυμι), δεμένος με κερί, σε Ανθ.
-
κηρό-πλαστος, -ον, 1. πλασμένος με κερί, κέρινος, σε Ανθ. 2. = κηρόδετος, σε Αισχύλ.
-
κηρός, ὁ, το κερί των μελισσών, Λατ. cera, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.
-
κηρο-τέχνης, -ου, ὁ, κηροπλάστης, σε Ανακρεόντ.
-
κηρο-τρόφος, -ον (τρέφω), αυτός που παράγει κερί, κέρινος, σε Ανθ.
-
κηρο-χίτων[ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, περιβεβλημένος με κερί, σε Ανθ.
-
κηρο-χῠτέω, κατασκευάζω κυψέλες από κερί, σε Ανθ.
-
κηρό-χῠτος, -ον, ο κατασκευασμένος από κερί.
-
κηρόω, βλ. κηρόομαι.
-
κήρυγμα, -ατος, τό (κηρύσσω), 1. αυτό το οποίο αναγγέλλεται από κήρυκα, διακήρυξη, δημόσια ανακήρυξη, σε Ηρόδ., Αττ. 2. αμοιβή που προσφέρεται μέσω δημόσιας αναγόρευσης, σε Ξεν., Αισχίν.
-
κηρῡκεία, Ιων. -ηΐη, ἡ (κῆρυξ), το αξίωμα του κήρυκα ή του «κράχτη», σε Ηρόδ., Πλάτ.
-
κηρύκειον[ῡ], Ιων. -ήϊον, Δωρ. κᾱρύκειον, τό (κῆρυξ), ράβδος κήρυκα, Λατ. caduceus, σε Ηρόδ., Θουκ.