Αποτελέσματα για: "Κ"
Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [1941 - 1960]
-
κέοντο, Ιων. γʹ πληθ. του κεῖμαι.
-
κέπφος, ὁ, θαλασσινό πουλί· μεταφ., γκαφατζής, κουτορνίθι, χαζός, σε Αριστοφ.
-
κεραία, ἡ (κεραία), I. 1. οτιδήποτε προεξέχει σαν κέρατο, ακροκέρατο, (όπως το Λατ. cornua antennarum), σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ. 2. προεξέχουσα δοκός γερανού, σε Θουκ. 3. επιμήκης ξύλινη βέργα, σε Πλούτ.· λέγεται για τα διχαλωτά άκρα της ιερής ασπίδας των Ρωμαίων, στον ίδ. 4. κορυφή των γραμμάτων, τελεία, σημείο, σε Κ.Δ. 5. προεξέχουσα κορυφή βουνού, σε Ανθ. II. τόξο κατασκευασμένο από κέρατο, στον ίδ.
-
κεραΐζω, Επικ. παρατ. κεράϊζον, αόρ. αʹ ἐκεράϊσα· (κείρω)· I. 1. λεηλατώ, σπαράζω, καταστρέφω, απογυμνώνω, σε Όμηρ., Ηρόδ. 2. λέγεται για πλοία, βουλιάζω ή τα αχρηστεύω, σε Ηρόδ. 3. λέγεται για έμβια όντα, προσβάλλω άγρια, φονεύω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. II. αρπάζω και μεταφέρω ως λεία, σε Ηρόδ.
-
κεραϊστής, -οῦ, ὁ, ληστής, καταστροφέας, σε Ομηρ. Ύμν.
-
κεραίω, Επικ. αντί κεράω, ζωρότερον κέραιε, ανάμειξε το κρασί με λιγότερο νερό, σε Ομήρ. Ιλ.
-
κερᾰμεία, ἡ (κεραμεύς), κεραμική τέχνη ή επιδεξιότητα, σε Πλάτ.
-
Κερᾰμεικός, ὁ, συνοικία κεραμέων· στην Αθήνα δυο μέρη ονομάζονταν Κεραμεικός, το ένα μέσα και το άλλο έξω από τη Δίπυλο της Θρακικής Πύλης, σε Θουκ. κ.λπ.
-
κερᾰμεῖον, τό, εργαστήριο κεραμέα, σε Αισχίν.
-
κεραμεοῦς, -ᾶ, -οῦν (κέραμος), φτιαγμένος απο πηλό, πήλινος, σε Πλάτ.
-
κερᾰμεύς, -έως, ὁ (κέρᾰμος), I. κεραμέας, Λατ. figulus, σε Ομήρ. Ιλ.· παροιμ., κεραμεὺς κερανεῖ κοτέει, δυο από το ίδιο επάγγελμα δεν συμφωνούν ποτέ, σε Ησίοδ. II.Κεραμεῖς, Αττ. Κεραμῆς, οἱ, όνομα Αττικού δήμου, σε Αριστοφ. κ.λπ.
-
κερᾰμεύω, μέλ. -σω (κεραμεύς), 1. είμαι κεραμέας, δουλεύω με το υλικό του πηλού, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. με αιτ., κ. τὸν κεραμέα, τον μεταχειρίζεται σαν κεραμική ύλη, στον ίδ.
-
κερᾰμῐκός, -ή, -όν (κέραμος), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κεραμική, σε Ξεν. κ.λπ.
-
κεράμῐνος, -η, -ον = κεραμεοῦς, σε Ηρόδ., Ξεν.
-
κεράμιον, τό (κέραμος), πήλινο αγγείο, κανάτα, Λατ. testa, σε Ηρόδ., Ξεν.
-
κερᾰμίς, -ίδος, ἡ[ῐ] και -ῖδος (κέραμος), κεραμίδι ή πλακάκι μαρκίζας, σε Αριστοφ., Θουκ.
-
κέρᾰμος, ὁ, I. ύλη κεραμέα, πηλός κεραμέα, σε Πλάτ. II. οτιδήποτε φτιαγμένο από χώμα, όπως· 1. πήλινο αγγείο, κανάτα για κρασί, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· επίσης περιληπτικά, κεραμική, σε Αριστοφ.· κ. ἐσάγεται πλήρης οἴνου, κανάτες γεμάτες κρασί, σε Ηρόδ. 2. κεραμίδι και με περιληπτική σημασία, κεραμίδια της στέγης, σε Αριστοφ., Θουκ. III. ειρκτή, φυλακή, που χρησιμοποιείται για να δεσμεύσει κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.
-
κεράννῡμι και -ύω· παρατ. ἐκεράννυν, μέλ. κεράσω, αόρ. αʹ ἐκέρᾰσα, ποιητ. κέρασα, Επικ. κέρασσα — Μέσ., αόρ. αʹ ἐκερασάμην, Επικ. γʹ ενικ. κεράσσατο — Παθ., μέλ. κρᾱθήσομαι, αόρ. αʹ ἐκράθην [ᾱ], επίσης ἐκεράσθην· παρακ. κέκρᾱμαι, επίσης κεκέρασμαι· (κεράω)· I. ανακατεύω, αναμειγνύω (πρβλ. κρᾶσις)· 1. κυρίως λέγεται για την αραίωση του κρασιού με νερό, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· ομοίως στη Μέσ., ὅτε περ οἶνον κέρωνται, όταν ανακατεύουν το κρασί τους, σε Ομήρ. Ιλ.· κρητῆρα κεράσσατο, του ανακάτεψε ένα κύπελο, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., κύλιξ ἴσον ἴσῳ κεκραμένη, κύπελλο αναμεμειγμένο μισό-μισό με νερό και κρασί, σε Αριστοφ. 2. ψυχραίνω ή βάφω μέσω του ανακατέματος, θυμῆρες κεράσασα, έχοντας αναμείξει (το νερό) σε κατάλληλη θερμοκρασία, σε Ομήρ. Οδ. 3. γενικά, ανακατεύω, αναμειγνύω, ρυθμίζω, μετριάζω, Λατ. tempero, λέγεται για καιρικές συνθήκες, ὧραιμάλιστα κεκραμέναι, οι πιο εύκρατες εποχές, σε Ηρόδ.· οὐ γῆρας κέκραται γενεᾷ, κανένας γέρος δεν αναμειγνύεται με τη φυγή, δηλ. δεν έχει ηλικιωμένους, σε Πίνδ.· λέγεται για νοητικές καταστάσεις, σε Πλάτ. II. γενικά, αναμιγνύω, ανακατεύω, Λατ. attempero, ἔκ τινος, κάποιο πράγμα, στον ίδ.· φωνὴ μεταξὺ τῆς τε Χαλκιδέων καὶ Δωρίδος ἐκράθη, σε Θουκ.
-
κεραο-ξόος, -ον (ξέω), αυτός που λαξεύει ή γυαλίζει το κέρατο, δηλ. για να φτιάξει τόξα, σε Ομήρ. Ιλ.
-
κεραός, -ά, -όν (κέρας), I. με κέρατα, σε Όμηρ., Θεόκρ. II. φτιαγμένος από κέρατο, κεράτινος, σε Ανθ.