Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Κ"

Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [1781 - 1800]
κέδρῐνος, , -ον, λέγεται για τον κέδρο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
κέδρος, , I. ο κέδρος, το δέντρο, Λατ. cedrus, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. II. οτιδήποτε φτιαγμένο από ξύλο κέδρου· κέδρινη κάσα, σε Ευρ.· κέδρινο κιβώτιο σαν κυψέλη μελισσών, σε Θεόκρ. III. λάδι από κέδρο, σε Λουκ.
κεδρωτός, , -όν, φτιαγμένος από ή διακοσμημένος με κέδρο, σε Ευρ.
κέεσθαι, κέεται, Ιων. αντί κεῖσθαι, κεῖται, απαρ. και γʹ ενικ. του κεῖμαι.
κειάμενος, Επικ., μτχ. Μέσ. αορ. αʹ του καίω· κείαντες, πληθ., μτχ. ή Ενεργ. αορ. αʹ.
καῖθεν, κεῖθι, Ιων. και Επικ. αντί ἐκεῖθεν, εντεύθεν, έκτοτε, από τότε κι έπειτα, ἐκεῖθι, εκεί.
κεῖμαι, κεῖσαι, κεῖται, Ιων. κέεται· πληθ. κεῖνται, Ιων. κέᾰται, Επικ. επίσης κέονται· προστ. κεῖσο, κείσθω· υποτ., γʹ ενικ. κέηται, Επικ. κῆται· ευκτ. κεοίμην, απαρ. κεῖσθαι, Ιων. κέεσθαι· μτχ. κείμενος, παρατ. ἐκείμην, Επικ. κείμην, Επικ. γʹ ενικ. κέσκετο, Ιων. γʹ πληθ. ἐκέατο, Επικ. κέατο, κείατο· μέλ. κείσομαι, Δωρ. κεισεῦμαι. I. 1. Ριζική σημασία, είμαι τοποθετημένος (χρησιμ. ως Παθ. στο τίθημι), και ομοίως, είμαι πλαγιασμένος, ξαπλωμένος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὁ δ' ἐπ' ἔννεα κεῖτο πέλεθρα, ήταν ξαπλωμένος σε έκταση εννέα πλέθρων, σε Ομήρ. Οδ.· κειμένῳ ἐπεμπηδᾶν, τον κλωτσά ενώ αυτός είναι κάτω, σε Αριστοφ. 2. κοιμάμαι, αναπαύομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, στέκομαι αδρανής, κάθομαι ήσυχος, στον ίδ.· ὑπὸ γαστέρ' ἐλυσθεὶς κείμην, λέγεται για τον Οδυσσέα κάτω από την κοιλιά του κριαριού, σε Ομήρ. Οδ.· κακὸν κείμενον, κακό που «κοιμάται», σε Σοφ. 3. είμαι άρρωστος ή τραυματισμένος, βρίσκομαι σε άθλια κατάσταση, σε Όμηρ., Σοφ. κ.λπ.· βρίσκομαι στο έλεος του εχθρού, σε Αισχύλ. 4. κείμαι νεκρός, όπως το Λατ. jacere, σε Όμηρ., Ηρόδ., Τραγ. 5. είμαι παραμελημένος, λέγεται για άταφο σώμα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως επίσης, λέγεται για τόπους, κείμαι σε ερείπια, σε Αισχύλ. 6. λέγεται για παλαιστές, είμαι ηττημένος, στον ίδ., Αριστοφ. II. λέγεται για τόπους, βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. III. κείμαι, είμαι αποθηκευμένος, λέγεται για αγαθά, περιουσία, σε Όμηρ.· επίσης λέγεται για πράγματα αφιερωμένα στους θεούς, σε Ηρόδ.· όπως επίσης και για χρήματα, κείμενα, που έχουν εναποτεθεί, στον ίδ. IV. είμαι ορισμένος, κεῖται ἄεθλον, σε Ομήρ. Ιλ.· ὅπλων ἔκειτ' ἀγὼν πέρι, σε Σοφ. 2. λέγεται για νόμους, κεῖται νόμος, ο νόμος έχει τεθεί, σε Ευρ., Θουκ.· οἱ νόμοι οἱ κείμενοι, οι ορισμένοι νόμοι, σε Αριστοφ.· κεῖται ζημία, η ποινή είναι ορισμένη από το νόμο, σε Θουκ. 3. χρησιμοποιείται για ονόματα, αποδίδεται το όνομα, σε Ηρόδ., Ξεν. V. 1. μεταφ., πένθος ἐνὶ φρεσὶ κεῖται, οδύνη βαραίνει την καρδιά μου, σε Ομήρ. Οδ.· ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται, δηλ. αυτά τα πράγματα βρίσκονται στη δικαιοδοσία των θεών, αν θα δοθούν ή όχι, σε Ομήρ. Ιλ. 2. κεῖσθαι ἔν τινι, εναπόκεινται εξ ολοκλήρου ή εξαρτώνται από εκείνον, σε Πίνδ.· θεῷ κείμεθα, σε Σοφ. 3. είμαι τέτοιου είδους, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· απλώς, βρίσκομαι, είμαι, νεῖκος κ. τισι, υπάρχει διαμάχη μεταξύ τους, σε Σοφ.
κειμήλιον, τό (κεῖμαι), οτιδήποτε φυλάσσεται ως πολύτιμο αντικείμενο, θησαυρός, οικογενειακό κειμήλιο, ενθύμιο, σε Όμηρ., Ηρόδ., Σοφ., Ευρ.
κείμᾱν, Δωρ. και ποιητ. αντί ἐκείμην, παρατ. του κεῖμαι.
κεῖνος, , -ο, Ιων. και ποιητ. αντί ἐκεῖνος· κείνῃ, μέσω αυτού του τρόπου, σε Ομήρ. Οδ.· κείνως, με αυτό τον τρόπο, σε Ηρόδ.
κεινός, , -όν, Ιων. και ποιητ. αντί κενός.
Κεῖος, βλ. Κέος.
κειρία, , I. σχοινί ή ιμάντας κρεβατιού, Λατ. instita, σε Αριστοφ. II. στον πληθ., σάβανα, επίδεσμοι, νεκρικά ρούχα, σε Κ.Δ.
κειρύλος, , βλ. κηρύλος.
κείρω, μέλ. κερῶ, Ιων. κερέω· αόρ. αʹ ἔκειρα, Ιων. ἔκερσα· παρακ. κέκαρκαΜέσ., μέλ. κεροῦμαι, αόρ. αʹ ἐκειράμην, Επικ. ἐκερσάμηνΠαθ., αόρ. αʹ μτχ. κερθείς· υποτ. αορ. βʹ κᾰρῇ, απαρ. κᾰρῆναι, μτχ. καρείς· παρακ. κέκαρμαι· I. κόβω τα μαλλιά κάποιου, κόβω τα μαλλιά μου, όπως σε ένδειξη βαρύ θρήνου, σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.Παθ. βοστρύχους κεκαρμένος, έχοντας κόψει τις μπούκλες των μαλλιών κάποιου, σε Ευρ.· κεκάρθαι τὰς κεφαλάς, έχοντας τα κεφάλια κουρεμένα, ως ένδειξη πένθους, σε Ηρόδ.· λέγεται για τα μαλλιά, αποκόπτομαι, σε Πίνδ. II. κόβω ή λαξεύω, σε Ομήρ. Ιλ.· ὕλην, σε Σοφ. III. λεηλατώ χώρα, μέσω του κοψίματος των σοδειών και των καρποφόρων δέντρων, σε Ηρόδ., Θουκ.Παθ., λέγεται για χώρα, λεηλατούμαι, σε Θουκ.Μέσ., Ἄρης πλάκα κερσάμενος, έχοντας καθαρίσει την πεδιάδα (με το να αφανίσει τους άνδρες), σε Αισχύλ. IV. γενικά, καταστρέφω, και ομοίως· 1. σχίζω, κατασπαράζω, τρώω αδηφάγα, Λατ. depasci, λέγεται για θηρία, σε Όμηρ.· ἔκειρε πολύκερων φόνον, δηλ. κατέσφαξε πολλά κερασφόρα ζώα, σε Σοφ. 2. λέγεται για τους μνηστήρες, καταναλώνω, δαπανώ, σπαταλώ την περιουσία κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.
κεἰς, κράση αντί καὶ εἰς.
κεῖσε, επίρρ., Ιων. και Επικ. αντί ἐκεῖσε, προς τα εκεί.
κεισεῦμαι, Δωρ. αντί κείσομαι, μέλ. του κεῖμαι.
κεῖσο, κείσθω, βʹ και γʹ ενικ. προστ. του κεῖμαι.
κείω, εφετικό του κεῖμαι, βῆ δ' ἴμεναι κείων, πήγε να ξαπλώσει, πήγε για ύπνο, σε Ομήρ. Οδ.· ἴομεν κείοντες, σε Ομήρ. Ιλ.