Αποτελέσματα για: "Κ"
Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [1721 - 1740]
-
κατ-ωμᾰδόν, επίρρ. (ὦμος), από τους ώμους, με το χέρι τραβηγμένο πίσω στον ώμο, σε Ομήρ. Ιλ.
-
κατ-ωμοσία, Ιων. -ίη, ἡ (ὄμνυμι), ένορκη κατηγορία, σε Ηρόδ.
-
κατ-ωρᾰΐζομαι, Ιων. αντί καθ-ωραΐζομαι.
-
κατῶρυξ, -ῠχος, ὁ, ἡ (κατορύσσω), I. βυθισμένος ή χωμένος στη γη, ἀγορὴ λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῖα (όπως αν προερχόταν από το κατωρυχής), σε Ομήρ. Οδ. II. υπόγειος, αυτός που βρίσκεται μέσα σε σπηλιές, σε Αισχύλ.· ἐκ κατώρυχος στέγης, δηλ. από τον τάφο, σε Σοφ. III. 1. ως ουσ., κατῶρυξ, ἡ, λάκκος, σκάμμα, όρυγμα, σπήλαιο, στον ίδ. 2. θαμμένος θησαυρός, σε Ευρ.
-
κατώτατος, -η, -ον, επίρρ. υπερθ. του κάτω, ο πλέον χαμηλός, σε Ξεν.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ηρόδ.
-
κατω-φᾰγάς, -οῦ ή -ᾶ, ὁ (φαγεῖν), αυτός που τρώει με το κεφάλι προς το έδαφος, αδηφάγος, λαίμαργος, αχόρταγος, σε Αριστοφ.
-
κατω-φερής, -ές, = κάτω φερόμενος, αυτός που έχει κλίση προς τα κάτω, σε Ξεν.
-
κα-υάξαις, Επικ. αντί κατ-Ϝάξας, βʹ ενικ. ευκτ. αορ. αʹ του κατάγνυμι.
-
Καύκᾰσος, ὁ, το βουνό Καύκασος μεταξύ του Εύξεινου Πόντου και της Κασπίας Θάλασσας, σε Ηρόδ.· μια γεν. Καυκάσιος (όπως αν προερχόταν από Καύκασις), στον ίδ.· τὸ Καυκάσιον ὄρος, σε Ηρόδ.
-
καύλινος, -η, -ον (καυλός), φτιαγμένος από κοτσάνι ή βέργα, σε Λουκ.
-
καυλο-μύκητες, οἱ, μανιτάρια με καυλό, με το κοτσάνι τους, σε Λουκ.
-
καυλός, ὁ, I. αιχμή δόρατος, σε Ομήρ. Ιλ.· λαβή ξίφους ή εγχειριδίου, στο ίδ. II. κοτσάνι, μίσχος φυτού, σε Αριστοφ. κ.λπ.
-
καῦμα, -ατος, τό (καίω), 1. θερμότητα που καίει, ιδίως, λέγεται για τον ήλιο, καύματος, στην ζέστη του ήλιου, σε Ομήρ. Ιλ.· καῦμ' ἔθαλπε, σε Σοφ. 2. θερμότητα του πυρετού, σε Θουκ.· μεταφ., λέγεται για τον έρωτα, σε Ανθ.
-
καυμᾰτίζω, μέλ. -ίσω, καψαλίζω ή κατακαίω, σε Κ.Δ. — Παθ., καψαλίζομαι, στο ίδ.
-
καυνάκης[ᾰ], -ου, ὁ, χοντρό πανωφόρι, πυκνός μανδύας, σε Αριστοφ. (πιθ. περσική λέξη).
-
καύσῐμος, -ον (καίω), κατάλληλος για καύση, εύφλεκτος, σε Ξεν.
-
καῦσις, -εως, ἡ (καίω), κάψιμο, καύση, σε Ηρόδ.· στη χειρουργική επιστήμη, καυτηρίαση, σε Πλάτ.
-
καυσόομαι, Παθ., καίγομαι με υπερβολική ζέστη, σε Κ.Δ.
-
καῦσος, ὁ, = καῦμα, φλογερή θερμότητα.
-
καύστειρᾰ (καίω), θηλ. επίθ., καυστική, μαινόμενη, αγριεμένη, στη γεν., καυστείρης μάχης, σε Ομήρ. Ιλ.