Αποτελέσματα για: "Κ"
Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [1581 - 1600]
-
κατ-ευτρεπίζω, μέλ. -ιῶ, αποκαθιστώ την τάξη, σε Ξεν.
-
κατ-ευτῠχέω, μέλ. -ήσω, ευημερώ, ευτυχώ αρκετά, σε Πλούτ.
-
κατ-ευφημέω, μέλ. -ήσω, προσφωνώ με επαίνους και ζητωκραυγές, εξαίρω, επαινώ, σε Πλούτ.
-
κατ-ευχή, ἡ, προσευχή, όρκος, σε Αισχύλ.
-
κατ-εύχομαι, μέλ. -εύξομαι, αποθ., I. 1. προσεύχομαι θερμά, σε Ηρόδ., Τραγ.· κ. τινι, προσεύχομαι σε κάποιον, σε Αισχύλ., Ευρ. 2. απόλ., κάνω προσευχή ή ορκίζομαι, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. II. 1. με αρνητική σημασία· 1. με γεν. προσ. προσεύχομαι κατά κάποιου, εμβάλλω κατάρες σε κάποιον, Λατ. imprecari, σε Πλάτ.· επίσης, κατ. τί τινι, σε Αισχύλ.· με αιτ. και απαρ., σε Σοφ. 2. απόλ., σε Ευρ. III. καυχιέμαι ότι..., σε Θεόκρ.
-
κατ-ευωχέομαι, αποθ., ευωχούμαι, γλεντοκοπώ και χαίρομαι, σε Ηρόδ.
-
κατέφᾰγον, βλ. καταφαγεῖν.
-
κατ-εφάλλομαι, αποθ., I. πηδώ εναντίον κάποιου, εφορμώ, κατεπάλμενος (συγκοπτ. μτχ. αορ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ. II. για το κατ-έπαλτο, βλ. καταπάλλω.
-
κατ-έφθῐτο, γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. βʹ του καταφθίω.
-
κατ-εφίσταμαι, Παθ., με Ενεργ. αορ. βʹ, σηκώνομαι εναντίον κάποιου, σε Κ.Δ.
-
κατ-έχω, μέλ. καθέξω και κατασχήσω· αόρ. βʹ κατέσχον, ποιητ. κατέσχεθον, Επικ. γʹ ενικ. κάσχεθε·
Α. I. 1. μτβ., κρατώ δυνατά, σε Ησίοδ. 2. κρατώ πίσω, παρακρατώ, σε Όμηρ.· αναχαιτίζω, εμποδίζω, κυβερνώ, χαλιναγωγώ, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., δεσμεύομαι, κατέχομαι, παρακρατούμαι, σε Ηρόδ. 3. κρατώ, εμποδίζω, στον ίδ., Ξεν. — Παθ., είμαι υπό κράτηση, περιμένω, καθυστερούμαι, σε Ηρόδ., Σοφ. II. 1. έχω υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος πράγματος, εξουσιάζω, σε Τραγ. 2. λέγεται για τον ήχο, γεμίζω, αντιλαλώ, ἀλαλητῷ πεδίον κατέχουσι, σε Ομήρ. Ιλ.· κ. στρατόπεδον δυσφημίαις, το γεμίζει με τις θλιβερές κραυγές του, σε Σοφ. 3. βιοτὰν κ., συνεχίζω την ζωή, στον ίδ. 4. επικρατώ, απλώνομαι, καλύπτω, νὺξ κατέχ' οὐρανόν, σε Ομήρ. Οδ.· ἡμέρα κάτεσχε γαῖαν, σε Αισχύλ.· στη Μέσ., κατέσχετο πρόσωπα, κάλυψε το πρόσωπό της, σε Ομήρ. Οδ. 5. λέγεται για τον τάφο, περιορίζω, καλύπτω, σε Όμηρ. 6. λέγεται για συνθήκες και άλλες παρόμοιες καταστάσεις, κρατώ χαμηλά, κατανικώ, καταθλίβω, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· λέγεται για περιστάσεις, ενασχολώ το μυαλό ή απασχολώ την προσοχή, σε Ηρόδ. 7. καταλαμβάνω ως κατακτητής, στον ίδ., Σοφ. κ.λπ. 8. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, κατέχω, σε Πλάτ. 9. στην Παθ., λέγεται για πρόσωπα, καταλαμβάνομαι, τελώ υπό έμπνευση, σε Ξεν., Πλάτ. II. ακολουθώ από κοντά, πιέζω, ωθώ, επείγω, Λατ. urgere, σε Ξεν. IV.φέρνω πλοίο στη στεριά, το οδηγώ μέσα ή προς, σε Ηρόδ. Β. αμτβ., 1. (ενν. ἑαυτόν), συγκρατιέμαι, σε Σοφ., Πλάτ.· συγκρατώ, λήγω, σταματώ, παύω, λέγεται για τον άνεμο, σε Αριστοφ. 2. έρχομαι από την ανοιχτή θάλασσα προς την ακτή, προσορμίζομαι, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αττ. 3. επικρατώ, ὁ λόγος κατέχει, η φήμη επικρατεί, είναι διαδεδομένη, σε Θουκ.· σεισμοὶ κατ., οι σεισμοί κυριαρχούν, είναι συχνοί, στον ίδ. 4. έχω το πάνω χέρι, σε Θέογν., Αριστ. Γ. I. 1. Μέσ., κρατώ για τον εαυτό μου, παρακρατώ, σφετερίζομαι, σε Ηρόδ. 2. καλύπτομαι, βλ. ανώτ. Α. II. 4. 3. περιέχω, περιλαμβάνω, σε Πολύβ. II. ο Μέσ. αόρ. χρησιμ. επίσης ως Παθ., σταματιέμαι, σταματώ, σε Ομήρ. Οδ.· -κατασχόμενος, υποδουλωμένος, σε Πίνδ.
-
κατήγᾰγον, αόρ. βʹ του κατάγω.
-
κατ-ηγεμών, -κατ-ηγγγέομαι, Ιων. αντί καθ-.
-
κατήγετο, γʹ ενικ. Παθ. παρατ. του κατάγω.
-
κατ-ηγορέω, μέλ. -ήσω (ἀγορεύω), I. 1. μιλώ εναντίον κάποιου, κατηγορώ, μέμφομαι, τινός, σε Ηρόδ.· κατά τινος, σε Ξεν. 2. κ. τί τινος, επιφέρω ή επισύρω κατηγορία κατά ενός προσώπου, τον κατηγορώ γι' αυτό, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. 3. με αιτ. πραγμ. μόνο, αναφέρω σαν κατηγορία έναντι κάποιου, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.· απρόσ. με απαρ., σφέων κατηγόρητο μηδίζειν, τους αποδόθηκε η κατηγορία ότι μιμούνταν τους Μήδους, σε Ηρόδ.· ομοίως, κατηγορεῖταί τινος ὡς βαρβαρίζει, σε Ξεν. 4. απόλ., είμαι κατήγορος, εμφανίζομαι ως κατήγορος, σε Αριστοφ., Πλάτ. II. σημαίνω, αποδεικνύω, υποδεικνύω, υποδηλώνω, Λατ. arguo, με αιτ. πράγμ., τι, σε Ξεν.· με γεν., λέω για, σε Αισχύλ.
-
κατηγόρημα, -ατος, τό, κατηγορία, καταγγελία, σε Πλάτ., Δημ.
-
κατηγορία, Ιων. -ίη, ἡ, κατηγορητήριο, κατηγορία, καταγγελία, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
-
κατήγορος, -ον, ενάγων, μηνυτής, κατήγορος, σε Ηρόδ., Σοφ.· προδότης, καταδότης, σε Αισχύλ.
-
κατῄδη, υπερσ. του κάτοιδα.
-
κατήκοος, -ον (κατακούω), αυτός που ακούει, ακροατής· I. ως ουσ., ωτακουστής, κατάσκοπος, σε Ηρόδ. II. ευπειθής, υπάκουος, πειθαρχικός, υποτελής, στον ίδ., Σοφ.· τινος, σε κάποιον άλλο, σε Ηρόδ.· επίσης, με δοτ. Κύρῳ κ., στον ίδ. III. αυτός που δίνει ακρόαση σε, εὐχωλῇσι, σε Ανθ.