Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Κ"

Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [1521 - 1540]
κατ-εξανίσταμαι, Παθ., με Ενεργ. αορ. βʹ κατ-εξανέστην· σηκώνομαι εναντίον κάποιου, αγωνίζομαι ενάντια σε, εναντιώνομαι, τινός, σε Πλούτ.
κατ-εξενωμένος, Παθ. μτχ. παρακ. του κατα-ξενόω.
κατ-εξουσιάζω, μέλ. -σω, ασκώ εξουσία πάνω σε, τινός, σε Κ.Δ.
κατ-επαγγέλομαι, Μέσ., με Παθ. παρακ. -επήγγελμαι, δίνω υποσχέσεις ή δεσμεύομαι, τινι, με κάποιον, σε Δημ.· πρός τινα, σε Αισχίν.
κατ-επάγω[ᾰ], μέλ. -ξω, φέρνω το ένα μετά το άλλο γρήγορα, επαναλαμβάνω γρήγορα, διαδέχω, εναλλάσσω, σε Αριστοφ.
κατ-επᾴδω, μέλ. -ᾴσομαι, υποτάσσω με μαγεία, τινά, σε Πλάτ.
κατ-επάλμενος, βλ. κατ-εφάλλομαι· αλλά αντί κατέπαλτο, βλ. καταπάλλω.
κατ-επείγω, μέλ. -ξω, I. 1. πιέζω προς τα κάτω, συμπιέζω, σε Ομήρ. Ιλ. 2. ασκώ μεγάλη πίεση, βιάζω, αναγκάζω, εξωθώ, παροτρύνω, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. II. αμτβ., σπεύδω, βιάζομαι, σε Ξεν.
κατέπεσον, αόρ. βʹ του καταπίπτω.
κατεπέστην, αόρ. βʹ του καθεφίστημι.
κατ-έπεφνον, αόρ. βʹ με ενεστ. σε αχρηστία (βλ. *φένω), σκοτώνω, φονεύω, σε Όμηρ., Σοφ.
κατέπηκτο, γʹ ενικ. Παθ. υπερσ. του καταπήγνυμι.
κατ-έπηξα, αόρ. αʹ του κατα-πήγνυμι.
κατ-επιορκέομαι, Μέσ., επιδρώ, επηρεάζω μέσω επιορκίας, σε Δημ.
κατεπλάγην[ᾰ], Επικ. -επλήγην, Παθ. αορ. βʹ του καταπλήσσω.
κατέπλευσα, αόρ. αʹ του καταπλέω.
κατ-εργάζομαι, μέλ. -άσομαι, αόρ. αʹ -ειργασάμην, και (με Παθ. σημασία) -ειργάσθην· I. 1. α) παρακ. -είργασμαι, μαζί με Ενεργ. και Παθ. σημασία· αποθ.· κατορθώνω με μόχθο, επιτυγχάνω, περατώνω, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· ομοίως ο παρακ. κατείργασμαι, σε Ξεν.· αλλά με Παθ. σημασία, έχω επιτευχθεί ή ολοκληρωθεί, σε Ηρόδ., Ευρ. β) κερδίζω ή αποκτώ με κόπο, διασφαλίζω, τὴν ἡγεμονίαν, σε Ηρόδ.· σωτηρίαν, σε Ευρ.· με Παθ. σημασία, ἀρετὴ ἀπὸ σοφίης κατειργασμένη, σε Ηρόδ. γ) απόλ., είμαι επιτυχημένος, στον ίδ. 2. α) με αιτ. προσ., όπως το Λατ. conficre, αποπερατώνω, ολοκληρώνω, αποτελειώνω, σκοτώνω, στον ίδ., Σοφ., Ευρ. β) υποτάσσω, υποδουλώνω, κατακτώ, σε Ηρόδ., Αριστοφ., Θουκ.· Παθ. παρακ., έχω καταβληθεί, έχω εξουδετερωθεί, σε Θουκ.· κατείργασται πέδον, υποτάχθηκε, έχει καλλιεργηθεί, σε Αισχύλ. γ) επικρατώ πάνω σε, σε Ηρόδ., Ξεν.· Παθ. αόρ. αʹ, οὐκ ἐδύνατο κατεργασθῆναι, δεν μπορούσε να επικρατήσει πάνω σε, σε Ηρόδ. II. εργάζομαι, παρασκευάζω προς χρήση, Λατ. concoquere, κ. μέλι, φτιάχνω μέλι, στον ίδ.
κατέργνυμι, κατέργω, Ιων. αντί κατείρ-.
κατ-ερεικτός, βλ. κατερικτός.
κατ-ερείκω, μέλ. -ξω, συντρίβω, αλέθω· μεταφ., κ. θυμόν, καταπραΰνω, καθησυχάζω, σε Αριστοφ.Μέσ., σχίζω τα ρούχα μου ως ένδειξη θλίψης, σε Ηρόδ., Αισχύλ.