Αποτελέσματα για: "Κ"
Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [1501 - 1520]
-
κατ-ελεέω, μέλ. -ήσω, έχω συμπόνοια για, τινά, σε Πλάτ.
-
κατελεύσομαι, μέλ. του κατέρχομαι.
-
κατελήφθην, Παθ. αορ. αʹ του καταλαμβάνω.
-
κατελθεῖν, απαρ. αορ. βʹ του κατέρχομαι.
-
κατ-έλκω, Ιων. αντί καθέλκω.
-
κατ-ελπίζω, μέλ. -σω, ελπίζω ή αναμένω με πεποίθηση, σε Ηρόδ.
-
κατέμεν, Ιων., αʹ πληθ. αορ. βʹ του καθίημι.
-
κατ-εμπίπρημι, μέλ. -εμπρήσω, κατακαίω, σε Ευρ.
-
κατ-εναίρομαι, αόρ. αʹ -ενηράμην, αποθ.· σκοτώνω, σφάζω, φονεύω, σε Ομήρ. Οδ.· σε Σοφ., Ανθ., απαντά ένας Ενεργ. αόρ. βʹ κατήνᾰρον.
-
κατ-έναντι, επίρρ. = το επόμ., με γεν., σε Κ.Δ.
-
κατ-εναντίον, επίρρ., ακριβώς αντίθετα, αντίκρυ, ενώπιον, τινί, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· τινός, σε Ηρόδ. κ.λπ.
-
κατ-ενᾰρίζω, μέλ. -σω, φονεύω ολωσδιόλου· Παθ. αορ. αʹ κατηναρίσθην, σε Αισχύλ.· Παθ. παρακ. κατηναρισμένος, σε Σοφ.
-
κατένασσα, αόρ. αʹ του καταναίω.
-
κατενεχθείς, αόρ. αʹ Παθ. του καταφέρω.
-
κατ-ενήνοθε, βλ. ἐνήνοθε II.
-
κατενήρατο, γʹ ενικ. αορ. αʹ του κατεναίρομαι.
-
κατενθῆν, Δωρ. αντί κατελθεῖν, απαρ. αορ. βʹ του κατέρχομαι.
-
κατενύγησαν[ῠ], γʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του κατανύσσω.
-
κατ-ένωπα ή -ενῶπα, επίρρ. (ἐνωπή), ακριβώς αντίθετα, κατ' ευθείαν απέναντι σε κάποιον, κατά πρόσωπο, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
-
κατ-ενώπιον, = το προηγ., σε Κ.Δ.