Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Κ"

Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [1501 - 1520]
κατ-ελεέω, μέλ. -ήσω, έχω συμπόνοια για, τινά, σε Πλάτ.
κατελεύσομαι, μέλ. του κατέρχομαι.
κατελήφθην, Παθ. αορ. αʹ του καταλαμβάνω.
κατελθεῖν, απαρ. αορ. βʹ του κατέρχομαι.
κατ-έλκω, Ιων. αντί καθέλκω.
κατ-ελπίζω, μέλ. -σω, ελπίζω ή αναμένω με πεποίθηση, σε Ηρόδ.
κατέμεν, Ιων., αʹ πληθ. αορ. βʹ του καθίημι.
κατ-εμπίπρημι, μέλ. -εμπρήσω, κατακαίω, σε Ευρ.
κατ-εναίρομαι, αόρ. αʹ -ενηράμην, αποθ.· σκοτώνω, σφάζω, φονεύω, σε Ομήρ. Οδ.· σε Σοφ., Ανθ., απαντά ένας Ενεργ. αόρ. βʹ κατήνᾰρον.
κατ-έναντι, επίρρ. = το επόμ., με γεν., σε Κ.Δ.
κατ-εναντίον, επίρρ., ακριβώς αντίθετα, αντίκρυ, ενώπιον, τινί, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· τινός, σε Ηρόδ. κ.λπ.
κατ-ενᾰρίζω, μέλ. -σω, φονεύω ολωσδιόλου· Παθ. αορ. αʹ κατηναρίσθην, σε Αισχύλ.· Παθ. παρακ. κατηναρισμένος, σε Σοφ.
κατένασσα, αόρ. αʹ του καταναίω.
κατενεχθείς, αόρ. αʹ Παθ. του καταφέρω.
κατ-ενήνοθε, βλ. ἐνήνοθε II.
κατενήρατο, γʹ ενικ. αορ. αʹ του κατεναίρομαι.
κατενθῆν, Δωρ. αντί κατελθεῖν, απαρ. αορ. βʹ του κατέρχομαι.
κατενύγησαν[ῠ], γʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του κατανύσσω.
κατ-ένωπα ή -ενῶπα, επίρρ. (ἐνωπή), ακριβώς αντίθετα, κατ' ευθείαν απέναντι σε κάποιον, κατά πρόσωπο, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
κατ-ενώπιον, = το προηγ., σε Κ.Δ.