Αποτελέσματα για: "Κ"
Βρέθηκαν 3.556 λήμματα [1301 - 1320]
-
καταστᾰτέον, ρημ. επίθ. του καθίστημι, αυτό που πρέπει να καθορισθεί, σε Πλάτ., Ξεν.
-
καταστάτης[ᾰ], -ου, ὁ (καθίστημι), ιδρυτής, θεμελιωτής, επανορθωτής, σε Σοφ.
-
καταστᾰτικός, -ή, -ὸν (καθίστημι), κατάλληλος προς καταπράυνση· τὸ κ., ικανότητα προς καταπράυνση, λέγεται για μουσική, σε Πλούτ.
-
κατα-στεγάζω, μέλ. -σω, σκεπάζω με στέγη, σε Ηρόδ., Πλάτ.
-
καταστέγασμα, -ατος, τό, σκέπασμα, στέγη, κάλυμμα, σε Ηρόδ.
-
κατά-στεγος, -ον (στέγη), καλά στεγασμένος, καλυμμένος εντελώς, σε Ηρόδ., Πλάτ.
-
κατα-στείβω, μέλ. -ψω, καταπατώ, καταθλίβω, κ. πέδον, πατώ το έδαφος, σε Σοφ.
-
κατα-στείχω, μέλ. -ξω = κατέρχομαι, σε Ανθ.
-
κατα-στέλλω, μέλ. -στελῶ, I. διευθετώ, βάζω σε τάξη, σε Ευρ. II. κατεβάζω, χαμηλώνω, υποβιβάζω, σε Ευρ., Κ.Δ.
-
κατα-στένω, στενάζω πολύ, κλαίω ή θρηνώ, τινά, σε Σοφ., Ευρ.· ὑπέρ τινος, σε Ευρ.
-
κατα-στεφανόω, μέλ. -ώσω, στεφανώνω, σε Ανθ.
-
καταστεφής, -ές, στεφανωμένος, σε Σοφ.· λέγεται για ικευτικά κλαδιά, περιπλεγμένος με μαλλί, σε Ευρ.
-
κατα-στέφω, μέλ. -ψω, διακοσμώ με στεφάνια, στεφανώνω, περιτυλίγω, σε Ευρ.· κ. νεκρόν (με σπονδές), στον ίδ.· κ. τινά, τον ικετεύω, στον ίδ. — Παθ., απαρ. παρακ. κατεστέφθαι, σε Αισχίν.
-
κατάστημα, -ατος, τό (καθίσταμαι), κατάσταση υγείας, σε Πλούτ.
-
καταστηματικός, -ή, -όν, ευσταθής, ατάραχος· ήρεμος, γαλήνιος, σε Πλούτ.
-
κατα-στίζω, μέλ. -ξω, καλύπτω με στίγματα.
-
κατάστικτος, -ον, καλυμμένος με στίγματα, σημαδεμένος, πιτσιλωτός, σε Ευρ.
-
καταστιλβόομαι, Παθ., γίνομαι λαμπρός, στιλπνός, σε Γρηγ.
-
κατα-στίλβω, μέλ. -ψω, I. στέλνω λάμψη, καταυγάζω, ακτινοβολώ, σέλας, σε Όμηρ. II. αμτβ., ακτινοβολώ δυνατά, σε Ανθ.
-
κατα-στονᾰχέω, μέλ. -ήσω, θρηνώ με στεναγμούς, σε Ανθ.