Αποτελέσματα για: "Ι"
Βρέθηκαν 675 λήμματα [401 - 420]
-
ἱππο-βάμων[ᾱ], -ον, γεν. -ονος (βαίνω)· 1. αυτός που επιβαίνει σε άλογο, ιππέας, αναβάτης, καβαλάρης, σε Αισχύλ., Σοφ. 2. μεταφ., ῥήματα ἱπποβάμονα, μεγαλόστομες, πομπώδεις λέξεις, μεγαλοστομίες, όπως Λατ. equestris oratio, σε Αριστοφ.
-
ἱππο-βάτης[ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω), αναβάτης ίππων, καβαλάρης, σε Αισχύλ.
-
ἱππο-βότης, -ου, ὁ (βόσκω)· I. αυτός που εκτρέφει άλογα, σε Ευρ. II. οι ἱπποβόται στη Χαλκίδα της Εύβοιας ήταν τάξη πολιτών, όπως οι ἱππεῖς στην Αθήνα, Λατ. Equites, «ιππότες», ευγενείς, σε Ηρόδ.
-
ἱππό-βοτος, -ον (βόσκω), αυτός που βοσκείται, που τρώγεται από άλογα, λέγεται για την πλούσια γη προς βόσκηση, εκτροφή αλόγων, σε Όμηρ., Ευρ.
-
ἱππο-βουκόλος, ὁ, αυτός που εκτρέφει άλογα, αυτός που βόσκει άλογα, σε Ευρ.
-
ἱππο-γέρᾰνοι, οἱ, ιππικό αποτελούμενο από γερανούς, σε Λουκ.
-
ἱππό-γῡποι, οἱ (γύψ), καβαλάρηδες σε γύπες, σε Λουκ.
-
ἱππό-δᾰμος, -ον (δαμάω), αυτός που εξημερώνει, που δαμάζει τα άλογα, σε Όμηρ.
-
ἱππο-δάσεια[ᾰ], θηλ. χωρίς αρσ., τριχωτή, τραχύμαλλη με αλογότριχες, λέγεται για τις περικεφαλαίες, σε Όμηρ.
-
ἱππό-δεσμα, -ων, τά (δεσμός), δεσμοί, λουριά αλόγων, ηνία, χαλινάρια, σε Ευρ.
-
ἱππο-δέτης, -ου, ὁ (δέω, δένω), αυτός που δένει τα άλογα, καπίστρι, χαλινάρι, σε Σοφ.
-
ἱππο-δῐώκτης, -ου, ὁ, Δωρ. -τας, = ἱππηλάτης, οδηγός ή αναβάτης αλόγων, σε Θεόκρ.
-
ἱπποδρομία, ἡ, ιπποδρομία ή αρματοδρομία, σε Αριστοφ., Θουκ.
-
ἱππό-δρομος, ὁ, 1. δρόμος για άρματα, σε Ομήρ. Ιλ. 2. μέρος στο οποίο τελούνταν ιππικοί αγώνες ή αρματηλασίες, ιπποδρόμιο, Λατ. curriculum, σε Πλάτ. κ.λπ.
-
ἱππο-δρόμος, ὁ, ιππέας με ελαφρύ (ψιλό) οπλισμό, ἱπποδρόμοι ψιλοί, σε Ηρόδ.
-
ἱππόθεν, επίρρ. (ἵππος), βγαίνοντας από το άλογο, λέγεται για τους ήρωες που κατέβαιναν από τον Δούρειο Ίππο, σε Ομήρ. Οδ.
-
ἵπποιϊν, Επικ. γεν. και δοτ. δυϊκ. του ἵππος.
-
ἱππο-κάνθᾰρος, ὁ, αλογοσκάθαρο, σε Αριστοφ.
-
ἱππο-κέλευθος, -ον, αυτός που ταξιδεύει με άλογο, οδηγός αλόγων, ιππηλάτης, σε Ομήρ. Ιλ.
-
ἱππο-κένταυρος, ὁ, κένταυρος, μυθικό πλάσμα, το οποίο ήταν μισός άνθρωπος και μισός άλογο, σε Ξεν.