Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ι"

Βρέθηκαν 675 λήμματα [401 - 420]
ἱππο-βάμων[ᾱ], -ον, γεν. -ονος (βαίνω1. αυτός που επιβαίνει σε άλογο, ιππέας, αναβάτης, καβαλάρης, σε Αισχύλ., Σοφ. 2. μεταφ., ῥήματα ἱπποβάμονα, μεγαλόστομες, πομπώδεις λέξεις, μεγαλοστομίες, όπως Λατ. equestris oratio, σε Αριστοφ.
ἱππο-βάτης[ᾰ], -ου, (βαίνω), αναβάτης ίππων, καβαλάρης, σε Αισχύλ.
ἱππο-βότης, -ου, (βόσκωI. αυτός που εκτρέφει άλογα, σε Ευρ. II. οι ἱπποβόται στη Χαλκίδα της Εύβοιας ήταν τάξη πολιτών, όπως οι ἱππεῖς στην Αθήνα, Λατ. Equites, «ιππότες», ευγενείς, σε Ηρόδ.
ἱππό-βοτος, -ον (βόσκω), αυτός που βοσκείται, που τρώγεται από άλογα, λέγεται για την πλούσια γη προς βόσκηση, εκτροφή αλόγων, σε Όμηρ., Ευρ.
ἱππο-βουκόλος, , αυτός που εκτρέφει άλογα, αυτός που βόσκει άλογα, σε Ευρ.
ἱππο-γέρᾰνοι, οἱ, ιππικό αποτελούμενο από γερανούς, σε Λουκ.
ἱππό-γῡποι, οἱ (γύψ), καβαλάρηδες σε γύπες, σε Λουκ.
ἱππό-δᾰμος, -ον (δαμάω), αυτός που εξημερώνει, που δαμάζει τα άλογα, σε Όμηρ.
ἱππο-δάσεια[ᾰ], θηλ. χωρίς αρσ., τριχωτή, τραχύμαλλη με αλογότριχες, λέγεται για τις περικεφαλαίες, σε Όμηρ.
ἱππό-δεσμα, -ων, τά (δεσμός), δεσμοί, λουριά αλόγων, ηνία, χαλινάρια, σε Ευρ.
ἱππο-δέτης, -ου, (δέω, δένω), αυτός που δένει τα άλογα, καπίστρι, χαλινάρι, σε Σοφ.
ἱππο-δῐώκτης, -ου, , Δωρ. -τας, = ἱππηλάτης, οδηγός ή αναβάτης αλόγων, σε Θεόκρ.
ἱπποδρομία, , ιπποδρομία ή αρματοδρομία, σε Αριστοφ., Θουκ.
ἱππό-δρομος, , 1. δρόμος για άρματα, σε Ομήρ. Ιλ. 2. μέρος στο οποίο τελούνταν ιππικοί αγώνες ή αρματηλασίες, ιπποδρόμιο, Λατ. curriculum, σε Πλάτ. κ.λπ.
ἱππο-δρόμος, , ιππέας με ελαφρύ (ψιλό) οπλισμό, ἱπποδρόμοι ψιλοί, σε Ηρόδ.
ἱππόθεν, επίρρ. (ἵππος), βγαίνοντας από το άλογο, λέγεται για τους ήρωες που κατέβαιναν από τον Δούρειο Ίππο, σε Ομήρ. Οδ.
ἵπποιϊν, Επικ. γεν. και δοτ. δυϊκ. του ἵππος.
ἱππο-κάνθᾰρος, , αλογοσκάθαρο, σε Αριστοφ.
ἱππο-κέλευθος, -ον, αυτός που ταξιδεύει με άλογο, οδηγός αλόγων, ιππηλάτης, σε Ομήρ. Ιλ.
ἱππο-κένταυρος, , κένταυρος, μυθικό πλάσμα, το οποίο ήταν μισός άνθρωπος και μισός άλογο, σε Ξεν.