Αποτελέσματα για: "Ι"
Βρέθηκαν 675 λήμματα [341 - 360]
-
ἰόεις, -εσσα[ῐ], -εν (ἴον), αυτός που έχει βιολετί χρώμα, μελανός, σκουρόχρωμος, σε Ομήρ. Ιλ.
-
ἰο-μῐγής[ῑ], -ές (ἰός, μιγῆναι), αναμεμιγμένος με δηλητήριο, σε Ανθ.
-
ἰό-μωροι, οἱ, αυτοί που βρίσκονται γύρω από τα βέλη, πολεμικοί ή δύσμοιροι, δυστυχείς, άθλιοι, κακόμοιροι, σε Όμηρ. (με σημασία και προέλ. αμφιβ.).
-
ἴον[ῐ], τό, μενεξές, σε Θεόκρ.· άπαξ στον Όμηρ., λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον, πιθ. σημασία της φράσης, τα λιβάδια ήταν κατάμεστα από μενεξέδες και σέλινο· αλλά αν είναι εδώ ο ίδιος ο μενεξές ή κάποια άλλα σκουρόχρωμα μπλε λουλούδια είναι αμφίβ.
-
ἰονθάς, -άδος, ἡ, τριχωτός, μαλλιαρός, επίθ. του αγριοκάτσικου, σε Ομήρ. Οδ.
-
ἴονθος, ὁ, ρίζα της τρίχας, των μαλλιών· μικρή, νέα τρίχα.
-
Ἰόνιος[ῑ], -α, -ον (Ἰώ), αυτός που χαρακτηρίζει ή πήρε το όνομά του από την Ιώ· Ἰόνιος κόλπος ή πόρος, η θάλασσα μεταξύ της Ηπείρου και της Ιταλίας στην οποία κολύμπησε η Ιώ, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
-
ἰο-πλόκος, -ον (πλέκω), αυτός που είναι πλεγμένος από βιολέτες μεταξύ τους, σε Ανθ.
-
ἰός[ῑ], ὁ, πληθ. ἰοί, επίσης ἰά· I. βέλος, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. II. 1. σκουριά, ιδίως του σιδήρου ή του χαλκού, σε Θέογν., Πλάτ. 2. δηλητήριο, λέγεται για τα φίδια, σε Τραγ.
-
ἴος, ἴα, Επικ. αντί εἷς, μία, βλ. εἷς.
-
ἰο-στέφᾰνος, -ον, αυτός που φορά στεφάνι από μενεξέδες, σε Ομηρ. Ύμν., Σόλωνα κ.λπ.
-
ἰότης, -ητος, ἡ, I. θέληση, επιθυμία· θεῶν ἰότητι, με τη θέληση ή εντολή των θεών, σε Όμηρ. II. όπως το ἕκατι II, άπαξ σε χορικό του Αισχύλ., για χάρη, ἰότατι γάμων, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).
-
ἰού ή ἰοῦ, I. σχετλιαστικό επιφών., κραυγή θρήνου, αλίμονο, Λατ. heu!, σε Τραγ. II. όπως το ἰώ, επιφών. χαράς και αγαλλίασης, α!, σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.
-
Ἰουδαῖος, ὁ, Εβραίος· Ἰουδαία, Εβραία· ἡ Ἰουδαία (ενν. γῆ), η χώρα της Ιουδαίας· Ἰουδαϊκός, -ή, -όν, Εβραϊκός· Ἰουδαΐζω, συμπλέω, συντάσσομαι ή μιμούμαι τους Εβραίους, σε Κ.Δ.
-
ἴουλος, ὁ, = οὖλος, πρώιμο χνούδι στις παρειές του προσώπου ή ιδίως κάτω απ' τους κροτάφους των νέων, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
-
ἰο-χέαιρα[ῑ], ἡ, αυτή που ρίχνει βέλη, τοξοβόλος, επίθ. της Άρτεμης, σε Όμηρ. (πιθ. από το χέω, όχι από το χαίρω).
-
ἰπνίτης[ῑ], -ου, ὁ (ἰπνός), ψημένος σε φούρνο, σε Ανθ.
-
ἰπνο-ποιός, -όν (ποιέω), αυτός που εργάζεται σε φούρνο, κεραμέας, σε Λουκ.
-
ἰπνός, ὁ, I. κλίβανος ή φούρνος, σε Ηρόδ., Αριστοφ. II. τόπος, χώρος στον οποίο βρίσκεται ο φούρνος, δηλ. κουζίνα, σε Αριστοφ. III. λαμπτήρας, φανός, στον ίδ.
-
ἰπόομαι, Παθ., πιέζομαι, καταπιέζομαι, σε Αισχύλ., Αριστοφ.