Αποτελέσματα για: "Ι"
Βρέθηκαν 675 λήμματα [261 - 280]
-
ἵκω[ῑ], παρατ. ἷκον· Δωρ. μέλ. ἱξῶ· αόρ. βʹ ἷξον· για ἵξομαι, ἷγμαι, βλ. ἱκνέομαι· 1. έρχομαι, φθάνω, με αιτ. ή με πρόθ., ἵκειν ἐς πατρίδα, ἵκειν κατὰ νῆας ή ἵκειν δόμον, Τροίην, κλισίην, σε Όμηρ. 2. λέγεται για ταλαιπωρίες, συναισθήματα, δεινοπαθήματα κ.λπ., ὅτε κέν τινα χόλος ἵκοι, όποτε ο θυμός τον κατελάμβανε, όποτε θύμωνε, σε Ομήρ. Ιλ.· χρειὼ ἵκει με, βρίσκομαι σε ανάγκη, σε Ομήρ. Οδ.
-
ἴλᾱ[ῑ], ἡ, Δωρ. αντί ἴλη.
-
ἰλᾰδόν[ῑ], επίρρ. (ἴλη), κατά ίλες, σε τάγματα, Λατ. turmatim, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· γενικά, σε αφθονία, σωρηδόν, αθρόα, σε Ησίοδ.
-
ἵλᾰθι, βλ. ἵλημι.
-
ἵλᾰμαι, = ἱλάσκομαι, σε Ομηρ. Ύμν.
-
ἱλάομαι[ῐλᾰ], = ἱλάσκομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
-
ἵλαος[ῑ], -ον, Αττ. ἵλεως, -ων, δυϊκ. ἵλεω· ονομ. πληθ. ἵλεῳ, ουδ. ἵλεα· I. λέγεται για θεούς, ευμενής, ευνοϊκός, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ. II. λέγεται για ανθρώπους, ευμενής, αγαθός, πράος, ήπιος, θυμὸς ἐνὶ φρεσὶν ἵλαος ἔστω, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως σε Σοφ.
-
ἱλᾰρός[ῐ], -ά, -όν (ἵλαος), εύθυμος, χαρούμενος, ευτυχισμένος, φαιδρός, Λατ. hilaris, σε Αριστοφ., Ξεν.· τὸ ἱλαρόν = ἱλαρότης, σε Πλούτ.· επίρρ. -ρῶς, σε Ξεν.
-
ἱλᾰρότης, -ητος, ἡ, φαιδρότητα, ευθυμία, Λατ.hilaritas, σε Πλούτ.
-
ἱλάσκομαι[ῑ], μέλ. ἱλάσομαι [ᾰ], Επικ. ἱλάσσομαι· αόρ. αʹ ἱλᾰσάμην, Επικ. βʹ ενικ. υποτ. ἱλάσσεαι, αποθ. (ἵλαος)· I. εξιλεώνω, καταπραΰνω, κατευνάζω, θεὸν ἱλάσκεσθαι, κερδίζω την εύνοιά του, σε Όμηρ.· μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο, σε Ομήρ. Ιλ.· ὄφρ' ἡμῖν ἑκάεργον ἱλάσσεαι, στο ίδ.· ομοίως, λέγεται για ανθρώπους, τους οποίους επιθυμεί κανείς να εξευμενίσει μετά θάνατον με θεϊκές τιμές, σε Ηρόδ., Πλάτ. II. σε Κ.Δ., εξιλεώνω, ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας· III. σε Κ.Δ., επίσης, προστ. Παθ. αορ. ἱλάσθητι, συγχώρεσε, να είσαι ευνοϊκός, σπλαχνικός, ελεήμων.
-
ἱλασμός[ῑ], ὁ, μέσο εξιλέωσης, σε Πλούτ.· εξιλέωση, κάθαρση, εξευμενισμός, κατευνασμός, σε Κ.Δ.
-
ἱλαστήριος, -α, -ον, I. καταπραϋντικός, κατευναστικός, εξιλεωτικός. II. 1. ως ουσ., ἱλαστήριον (ενν. ἐπίθεμα), τό, το κάλυμμα της κιβωτού στα άγια των αγίων, σε Κ.Δ. 2. (ενν. ἀνάθημα), εξιλέωση, κατευνασμός, στο ίδ.
-
ἵλεως, -ων, Αττ. αντί ἵλαος.
-
ἴλη[ῑ], Δωρ. ἴλα, Ιων. εἴλη, ἡ (ἴλλω, εἴλω)· 1. πλήθος, ομάδα, τάγμα ανδρών, σε Ηρόδ., Σοφ.· εὔφρονες ἶλαι, εύθυμες συντροφιές, φαιδροί όμιλοι, σε Πίνδ.· επίσης, ἴλη λεόντων, σε Ευρ. 2. ως στρατιωτικός όρος, ίλη ιππικού, Λατ. turma, ala, κατ' ἴλας = ἰλαδόν, σε αντιδιαστολή προς το κατὰ τάξεις, σε Ξεν.
-
ἱλήκω[ῑ] (ἵλαος), είμαι ευμενής, διάκειμαι ευνοϊκά, εἴκεν Ἀπόλλων ἡμῖν ἱλήκῃσι (Επικ. γʹ ενικ. υποτ.), σε Ομήρ. Οδ.
-
ἵλημι[ῑ], = το προηγ., προστ. ἵληθι, λέγεται σε δεήσεις, γίνε ευμενής! σε Ομήρ. Οδ.· Δωρ. ἵλᾰθι, σε Θεόκρ.
-
Ἰλιάδαι[ῑ], οἱ, απόγονοι του Ίλου, δηλ. οι Τρώες, σε Ευρ.
-
Ἰλιᾰκός[ῑ], -ή, -όν (Ἴλιον), αυτός που ανήκει στην πόλη του Ιλίου, Τρωϊκός, σε Ανθ.
-
Ἰλιάς[ῑ], -άδος, ἡ, I. ανώμ. θηλ. του Ἰλιακός, σε Ηρόδ., Τραγ. II. ως ουσ.: 1. (ενν. γῆ), Τροία, Τρωάδα, Τρωική γη, σε Ηρόδ. 2. (ενν. γυνή), Τρωαδίτισσα, σε Ευρ. 3. (ενν. ποίησις), η Ιλιάδα, σε Αριστ.· παροιμ., Ἰλιὰς κακῶν, δηλ. ατελείωτη σειρά από δεινά, δυστυχίες, θρήνους, σε Δημ.
-
ἰλιγγιάω[ῑ], ζαλίζομαι, χάνω τις αισθήσεις μου, γεγονός που προκαλείται από το κοίταγμα προς τα κάτω από μεγάλο ύψος ή από μεθύσι, σε Πλάτ.· επίσης, από φόβο, σε Αριστοφ. κ.λπ.