Αποτελέσματα για: "Ι"
Βρέθηκαν 675 λήμματα [141 - 160]
-
ἱεράτευμα, -ατος, τό, ιερατείο, ιεροσύνη, σε Κ.Δ.
-
ἱερᾱτευματικός, -ή, -όν, ιερατικός, σε Πλούτ.
-
ἱερᾱτεύω, μέλ. -σω (ἱερεύς), είμαι ιερέας, επιτελώ το λειτούργημα του ιερέα, σε Κ.Δ.
-
ἱερᾱτικός, -ή, -όν (ἱερεύς)· I. αυτός που χαρακτηρίζει ή αναφέρεται στο λειτούργημα του ιερέα, ιερατικός, σε Αριστ., Πλούτ. II. αφιερωμένος σε ιερούς σκοπούς, σε Λουκ.
-
ἱέρεια, ἡ, Ιων. ἵρεια, ἱερείη ή ἱρηΐη, στους Τραγ. επίσης, ἱερία· θηλ. του ἱερεύς, ιέρεια, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
-
ἱερεῖον, Ιων. ἱερήϊον ή ἱρήϊον, τό, I. 1. ζώο για θυσία ή σφαγή, θύμα θυσίας ή σφαγής, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ. 2. προσφορά στους νεκρούς, σε Ομήρ. Οδ. II. λέγεται για ζώα που σφάζονται για τροφή, κυρίως στον πληθ., σε Ηρόδ., Ξεν.
-
ἱερεύς, -έως, Ιων. -ῆος, ὁ, Αττ. πληθ. ἱερῆς· Ιων. ονομ. ἱρεύς (ἱερός)· 1. ιερέας, αυτός που εκτελεί θυσίες, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. μεταφ., ἱερεύς τις ἄτης, λειτουργός δυστυχίας, σε Αισχύλ.· και κωμ., λεπτοτάτων λήρων ἱερεῦ, σε Αριστοφ.
-
ἱερεύω, Ιων. ἱρεύω, Ιων. παρατ. ἱερεύεσκον, μέλ. -εύσω, Επικ. απαρ. -ευσέμεν· γʹ ενικ. Παθ. υπερσ. ἱέρευτο (ἱερός)· 1. σφάζω με σκοπό τη θυσία, θυσιάζω, σε Όμηρ. 2. σφάζω για γιορτή, συμπόσιο, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., σφάζω για τον εαυτό μου, στο ίδ.
-
ἱερή, ἡ, = ἱέρεια, σε Ανθ.
-
ἱερήϊον, τό, Ιων. αντί ἱερεῖον.
-
ἱερία, ποιητ. αντί ἱέρεια.
-
ἱερογλῠφικός, -ή, -όν, ιερογλυφικός· ἱερογλυφικά (ενν. γράμματα), τά, τρόπος γραφής πάνω σε μνημεία τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι Αιγύπτιοι ιερείς, σε Λουκ.
-
ἱερό-γλωσσος, -ον (γλῶσσα), αυτός που μιλάει με προφητικά λόγια, προφητικός, σε Ανθ.
-
ἱερο-γραμματεύς, -έως, ὁ, ιερός γραμματέας, κατώτερη τάξη της Αιγυπτιακής ιεροσύνης, του οποίου έργο ήταν η τήρηση των ιερών εγγράφων, η διδασκαλία των ιερών τύπων και τελετών και η επιμέλεια για την τήρησή τους, σε Λουκ.
-
ἱερό-θῠτος, -ον (θύω Α), αυτός που προσφέρεται στον θεό· ἱερόθυτος καπνός, καπνός που αναδύεται από τις θυσίες, σε Αριστοφ.
-
ἱερο-κῆρυξ, -ῡκος, ὁ, κήρυκας ή υπηρέτης σε θυσία, σε Δημ.
-
ἱερολογία, Ιων. ἱρολογίη, ἡ (λόγος), αποκρυφιστική ή ιερή γλώσσα, λόγος για ιερά πράγματα, σε Λουκ.
-
ἱερο-μηνία, ἡ (μήν, μήνη), ιερή περίοδος του μήνα, κατά την οποία διεξάγονταν μεγάλες γιορτές και έπαυαν οι εχθροπραξίες· ἱερομηνία Νεμέας, λέγεται για τους αγώνες της Νεμέας, σε Πίνδ., Θουκ.· ἱερομήνια, τά, λέγεται για τη γιορτή των Καρνείων στη Σπάρτη, σε Θουκ.
-
ἱερομνημονέω, είμαι ἱερομνήμων, σε Αριστοφ.
-
ἱερο-μνήμων, Δωρ. -μνάμων, -ονος, ὁ, ιερός απεσταλμένος, γραμματέας, ο οποίος αποστελλόταν στο Αμφικτυονικό συνέδριο από κάθε πόλη-κράτος της αμφικτυονίας, σε Δημ.· γενικά, γραμματέας, γραφιάς, σε Αριστ.