Αποτελέσματα για: "Ι"
Βρέθηκαν 675 λήμματα [101 - 120]
-
ἰδιωτικός, -ή, -όν, I. αυτός που χαρακτηρίζει ή αναφέρεται σε ιδιώτη, ιδιωτικός, σε Ηρόδ., Αττ. II. μη κατασκευασμένος με τους κανόνες της τέχνης, άξεστος, άτεχνος, ερασιτεχνικός, σε Πλάτ. — επίρρ., ἰδιωτικῶς τὸ σῶμα ἔχειν, δηλ. παραμελώ τις γυμναστικές ασκήσεις, σε Ξεν.
-
ἴδμεν, Ιων. και Δωρ. αντί ἴσμεν, αʹ πληθ. του οἶδα· ἴδμεν, ἴδμεναι, Επικ. αντί εἰδέναι, απαρ. του οἶδα.
-
ἰδμοσύνη, ἡ, γνώση, εμπειρία, σε Ηρόδ.
-
ἴδμων, -ον, γεν. -ονος (ἴδμεν), πεπειραμένος, έμπειρος, ειδήμων· τινός, σε κάτι, σε Ανθ.
-
ἰδνόομαι, αόρ. αʹ ἰδνώθην, Παθ., κάμπτομαι, κυρτώνω, συστέλλομαι, ιδίως, λόγω πόνου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἰδνωθεὶς ὀπίσω, λύγισε προς τα πίσω, λέγεται όταν κάποιος ρίχνει τη σφαίρα προς τα πάνω, σε Όμηρ.
-
ἰδοίατο, Ιων. αντί ἴδοιντο, γʹ πληθ. Μέσ. ευκτ. του εἶδον.
-
ἰδοῖσα, Δωρ. αντί ἰδοῦσα, θηλ. μτχ. του εἶδον.
-
Ἰδο-μενεύς, -έως, Επικ. -ῆος, ὁ, αρχηγός των Κρητών· κυρίως αρχικά, δύναμη, ισχύς της Ίδης (στην Κρήτη), σε Ομήρ. Ιλ.
-
ἴδον, Επικ. αντί εἶδον.
-
ἶδος, -εος, τό, 1. ισχυρή θερμότητα, όπως η θερμότητα των κυνικών καυμάτων, σε Ησίοδ. 2. ιδρώτας.
-
ἰδοῦ, I. προστ. Μέσ. αορ. βʹ του εἰδόμην· II. 1.ἰδού, ως επίρρ., να! ιδού! ορίστε! σε Σοφ.· ἰδού, δέχου, να! πάρε (το)!, Λατ. en tibi!, στον ίδ. κ.λπ.· καλά! όπως θέλεις!, σε Αριστοφ. 2. χρησιμοποιείται στην εμπαικτική επανάληψη των λόγων κάποιου, μάλιστα! ἰδού γ' ἄκρατον, α! βέβαια, κρασί!, στον ίδ.
-
ἰδρεία, Ιων. -είη, ἡ, γνώση, εμπειρία, πείρα, ικανότητα, ἰδρείῃ πολέμοιο, σε Ομήρ. Ιλ.
-
ἴδρις, γεν. ἴδριος, Αττ. ἴδρεως, ὁ, ἡ, ουδ. ἴδρι, κλητ. ἴδρι, πληθ. ἴδριες (ἴδμεν)· 1. έμπειρος, ειδήμων, ικανός, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν. πράγμ., σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· με απαρ., γνωρίζοντας (κανείς) πώς να πράξει, σε Ομήρ. Οδ. 2. ἴδρις, μόνο στο «Έργα και Ημέραι» του Ησιόδου (στ. 776), προνοητικός, δηλ. το μυρμήγκι, σε Ησίοδ.
-
ἱδρόω[ῐ], Επικ. μτχ. ἱδρώων, μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ ἵδρωσα, παρακ. ἵδρωκα (ἶδος)· ιδρώνω, εφιδρώνω, σε Όμηρ. (ιδίως σε Ομήρ. Ιλ.)· ἵππους ὑπὸ ζυγοῦ ἱδρώοντας, σε Ομήρ. Οδ.· ἱδρώσει τελαμών, θα βραχεί από τον ιδρώτα του πολεμιστή, σε Ομήρ. Οδ.· με σύστ. αντ., ἱδρῶθ' ὃν ἵδρωσα, στο ίδ.· αυτό το ρήμα, όπως το αντώνυμο ῥιγόω, συναιρείται ανώμαλα σε ωκαι ῳ αντί ου και οι· θηλ. μτχ. ἱδρῶσα, -αι, σε Ομήρ. Ιλ., εκτετ. τύπος ἱδρώουσα, αιτ. αρσ. ἱδρώοντα, -οντας· αλλά σε Ξεν. ἱδροῦντι, όχι ἱδρῶντι.
-
ἱδρύθην[ῡ], Παθ. αόρ. αʹ του ἱδρύω.
-
ἵδρῦμα, -ατος, τό (ἱδρύω)· 1. θεμελιωμένο οικοδόμημα ή κτίριο, ίδρυμα, σε Πλούτ. 2. όπως το ἕδος, ναός, ιερό, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ευρ. 3. τὸ σὸν ἵδρυμα πόλεως, προπύργιο, στήριγμα της πόλης, Λατ. columen rei, σε Ευρ.
-
ἵδρῡμαι, Παθ. παρακ. του ἱδρύω.
-
ἵδρῡσις, -εως, ἡ (ἱδρύω)· 1. ίδρυση, ανέγερση, οικοδόμηση, λέγεται για ιερά, σε Πλάτ. 2. Ἑρμέω ἱδρύσιες, αγάλματα του Ερμή, σε Ανθ.
-
ἱδρῡτέον, ρημ. επίθ. του ἱδρύω· I. πρέπει να ιδρύσουμε, σε Αριστοφ. II. Παθ., ἱδρυτέον, πρέπει να παραμείνει αργός, άπρακτος, σε Σοφ.
-
ἱδρύω, μέλ. -ύσω, αόρ. αʹ ἵδρῡσα, παρακ. ἵδρῡκα — Παθ., αόρ. αʹ ἱδρύθην (όχι ἱδρύνθην), παρακ. ἵδρῡμαι, απαρ. ἱδρῦσθαι (ἵζω)· I. 1. βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω, σε Όμηρ. κ.λπ.· αὐτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς, σε Ομήρ. Ιλ.· ἵδρυσε τὴν στρατιήν, διέταξε να στρατοπεδεύσει το στράτευμα, σε Ηρόδ. — Παθ., κάθομαι, μένω άπραγος, ακίνητος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· λέγεται για τον στρατό, στρατοπεδεύω, εγκαθίσταμαι, σε Ηρόδ.· ἀσφαλῶς ἱδρυμένος, εγκατεστημένος, σταθερός, ασφαλής, στον ίδ. 2. όπως το Λατ. figere, εγκαθιστώ κάποιον σ' ένα μέρος, εἰς δόμον, σε Ευρ. — Παθ., εγκαθίσταμαι, μένω, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. 3. στη Μέσ., ιδρύω, θεμελιώνω, τοποθετώ ασφαλώς, εγκαθιδρύω· ἱδρύομαί τινα ἄνακτα, σε Ευρ.· τινα ἐς οἶκον, στον ίδ. 4. Παθ. παρακ. ἵδρῡμαι, λέγεται για τόπους ή θέσεις, βρίσκομαι, κείμαι, Λατ. situm esse, σε Ηρόδ. II. ιδρύω, στήνω, ιδίως ανεγείρω ναούς, στήνω αγάλματα, σε Ευρ., Αριστοφ. — Παθ., συχνά στον παρακ., ἱρόν, βωμὸς ἵδρυται, σε Ηρόδ. — Μέσ., χτίζω για τον εαυτό μου, ανεγείρω, στον ίδ., Ευρ.· Παθ. παρακ. με Μέσ. σημασία, σε Ηρόδ., Πλάτ.