Αποτελέσματα για: "Θ"
Βρέθηκαν 824 λήμματα [81 - 100]
-
θανοῖσα, Δωρ. αντί -οῦσα, αόρ. βʹ του θνῄσκω.
-
θάνον, Επικ. αντί ἔθᾰνον, αόρ. βʹ του θνῄσκω.
-
θάομαι, αόρ. αʹ ἐθησάμην· αποθ.· 1. θαυμάζω, εκπλήσσομαι, σε Ομήρ. Οδ. 2. έπειτα, κοιτώ, ατενίζω· βʹ πληθ. θᾶσθε, σε Αριστοφ.· προστ. θάεο, σε Ανθ. Π.· Δωρ. μτχ. μέλ. θασόμενος, σε Θεόκρ.· προστ. αορ. αʹ θᾶσαι, σε Αριστοφ.· απαρ. θάσασθαι, σε Θεόκρ.
-
θαπτέον, ρημ. επίθ., κάποιος πρέπει να θάψει, σε Σοφ.
-
θάπτω (από τη √ΤΑΦ, πρβλ. τᾰφῆναι, τάφος)· μέλ. θάψω, αόρ. αʹ ἔθαψα· Παθ. μέλ., τᾰφήσομαι και τεθάψομαι, αόρ. αʹ ἐθάφθην, αόρ. βʹ ἐτάφην [ᾰ], παρακ. τέθαμμαι, Ιων. γʹ πληθ. τεθάφαται, γʹ ενικ. Παθ. υπερσ. ἐτέθαπτο· αποδίδω τις τελευταίες τιμές, εκτελώ καθήκοντα απέναντι στο νεκρό, τιμώ με επικήδειες τελετές, ενταφιάζω, π.χ. τα προγενέστερα χρόνια μέσω της καύσης του σώματος, σε Όμηρ.· έπειτα απλά, ενταφιάζω, θάβω, κηδεύω, σε Ηρόδ., Αττ.
-
Θαργήλια (ἱερά), -ων, τά, η γιορτή του Απόλλωνα και της Άρτεμης η οποία διεξαγόταν κατά το μήνα Θαργηλίωνα, Νόμ. παρά Δημ.· Θαργηλιών, -ῶνος, ὁ, ο ενδέκατος μήνας του Αττικού έτους που διαρκούσε από τα μέσα Μαΐου έως τα μέσα Ιουνίου, σε Αττ.
-
θαρρᾰλέος, θαρρέω, θάρρος, κ.λπ., Αττ. αντί θαρσ-, κ.λπ.
-
θαρσᾰλέος, Αττ. θαρραλέος, -α, -ον (θάρσος), I. 1. τολμηρός, γενναίος, θαρραλέος, άφοβος, ατρόμητος, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· τὸ θαρσαλέον, αυτοπεποίθηση, θάρρος, πίστη, σε Θουκ.· ομοίως στο επίρρ., θαρραλέως ἔχειν, έχω θάρρος, είμαι γεμάτος θάρρος, σε Πλάτ, Ξεν. 2. με αρνητική σημασία, παράτολμος, θρασύς, αναιδής, προπετής, σε Ομήρ. Οδ.· II. αυτό που μπορεί να τολμήσει κάποιος με θάρρος, αυτό που επιχειρείται χωρίς φόβο, σε Πλάτ.
-
θαρσᾰλεότης, Αττ. θαρραλ-, -ητος, ἡ, θάρρος, τόλμη, πεποίθηση, σε Πλούτ.
-
θαρσέω, Αττ. θαρρέω, μέλ. -ήσω (θάρσος), 1. είμαι γεμάτος θάρρος, παίρνω θάρρος, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· με αρνητική σημασία, είμαι παράτολμος, θρασύς, σε Θουκ., Πλάτ.· θάρσει θαρσεῖτε, έχε θάρρος! χαμογέλα!, σε Όμηρ., κ.λπ.· θαρσήσας, με γενναιότητα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, θαρσέοντες, σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, τὸ τεθαρρηκός, αυτοπεποίθηση, θάρρος, σε Πλούτ. 2. με αιτ., θάρσει τόνδε γ' ἄεθλον, πάρε θάρρος γι' αυτόν τον αγώνα, σε Ομήρ. Οδ.· θαρσῶ θάνατον, σε Πλάτ.· θαρσῶ μάχην, τολμώ να πολεμήσω, σε Ξεν.· με αιτ. προσ., έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον, στον ίδ.· ομοίως επίσης, θαρσεῖν τινι, σε Ηρόδ. 3. με απαρ., πιστεύω ακράδαντα ότι, σε Σοφ.· επίσης, παίρνω θάρρος, τολμώ να πράξω κάτι, σε Ξεν.
-
θάρσησις, -εως, ἡ, πίστη σε ένα πράγμα, σε Θουκ.
-
θάρσος, Αττ. θάρρος, τό (θρασύς), I. 1. θάρρος, τόλμη, γενναιότητα, σε Όμηρ., Αττ.· θάρσος τινός, τόλμη για να κάνω κάτι, σε Αισχύλ., Σοφ. 2. αυτό που προσδίδει θάρρος, θάρση, αιτία θάρρους, λόγος πίστης, σε Ευρ., Πλάτ. II. με αρνητ. σημασία, θρασύτητα, ξεδιαντροπιά, αυθάδεια, σε Ομήρ. Ιλ., πρβλ. θράσος.
-
θαρσούντως, Αττ. θαρρ-, επιρρ. μτχ. ενεστ. του θαρσέω, με γενναιότητα, θαρραλέα, σε Ξεν.
-
θάρσῠνος, -ον, = θαρσαλέος, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., έχω πίστη, εμπιστοσύνη σε κάτι, στο ίδ.
-
θαρσύνω[ῡ], Αττ. θαρρύνω, μτβ. του θαρσέω, ενθαρρύνω, χαροποιώ, ενθουσιάζω· θάρσυνον (αόρ. αʹ προστ.), σε Ομήρ. Ιλ.· θαρσύνεσκε (Ιων. παρατ.), στο ίδ.· ομοίως σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.· II. αμτβ. θάρσυνε, έχε θάρρος, τόλμη, πίστη, σε Σοφ.
-
θᾶσαι, Δωρ. αντί θῆσαι, προστ. αορ. αʹ του θάομαι.
-
Θάσιος[ᾰ], -α, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τη Θάσο, Θάσιος οἶνος, σε Αριστοφ.· ἡ Θασία ἅλμη, παστωμένη αλιεία από τη Θάσο, στον ίδ.
-
θάσομαι, Δωρ. αντί θήσομαι, μέλ. αντί θάομαι.
-
θᾶσσον, Αττ. θᾶττον, ουδ. αντί θάσσων, ως επίρρ.
-
θάσσω, Επικ. θᾰάσσω, 1. κάθομαι, μένω άπρακτος, αδρανής· με αιτ. που δηλώνει στάση, θάσσειν, θρόνον, σε Σοφ., κ.λπ.· με σύστ. αιτ.· 2. δυστήνους ἕδρας, κάθομαι σε στάση δυστυχίας, σε Ευρ.