Αποτελέσματα για: "Θ"
Βρέθηκαν 824 λήμματα [761 - 780]
-
θύρῃφι, Επικ. δοτ. της θύρας, που χρησιμ. ως επίρρ.· έξω, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
-
θύριον, τό, υποκορ. της θύρας, η μικρή πόρτα, σε Αριστοφ.
-
θῠρίς, -ίδος, ἡ, υποκορ. της θύρας, σε Πλάτ.· παράθυρο, στον ίδ.
-
θῠροκοπέω, μέλ. -ήσω, χτυπώ την πόρτα για να ανοίξει, κρούω τη θύρα, σε Αριστοφ.
-
θῠρο-κόπος, -ον (κόπτω), αυτός που κρούει τη θύρα, ο ζητιάνος, αυτός που επαιτεί, σε Αισχύλ.
-
θῠρόω (θύρα), μέλ. -ώσω, επιπλώνω, εξοπλίζω το σπίτι με πόρτες, στεγανώνω, ασφαλίζω, σε Αριστοφ.· μεταφ., κλείνω όπως κάνω με πόρτα, βλεφάροις θυρῶσαι τὴν ὄψιν, σε Ξεν.
-
θυρσο-μᾰνής, -ές (μαίνομαι), αυτός που τρελαίνεται με τον θυρσύν, σε Ευρ.
-
θύρσος, ὁ, ετερογ. πληθ. θύρσα, θύρσος, δηλ. η Βακχική ράβδος που ήταν στεφανωμένη με κισσό και φύλλα αμπελιού και είχε έναν κώνο πεύκου στην κορυφή, σε Ευρ., Ανθ. Π.
-
θυρσοφορέω, μέλ. -ήσω, συγκεντρώνω ή κανονίζω τα σχετικά με τον θύρσο, σε Ευρ.
-
θυρσο-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά, μεταφέρει θύρσο, σε Ευρ., Ανθ. Π.
-
θυρσο-χᾰρής, -ές (χαίρω), αυτός που βρίσκει ευχαρίστηση, απόλαυση με το θυρσό, σε Ανθ. Π.
-
θυρώματα, τά (θυρόω), I. δωμάτιο με πόρτες που οδηγούν προς το ίδιο, κάμαρα, σε Ηρόδ. II. πόρτα με παραστάδες, σε Θουκ., Δημ.
-
θῠρών, -ῶνος, ὁ (θύρα), το τμήμα έξω από την πόρτα, είσοδος, προθάλαμος· Λατ. vestibulum, σε Σοφ.
-
θῠρωρέω, είμαι φύλακας της πόρτας, σε Λουκ.
-
θῠρ-ωρός, Επικ. θυραωρός, ὁ, ἡ (ὤρα ή οὖρος), φύλακας της πόρτας, θυρωρός, πορτιέρης, Λατ. janitor, σε Ηρόδ., Αττ.
-
θυρωτός, όν (θυρόω), αυτός που έχει πόρτα ή άνοιγμα, σε Βάβρ.
-
θῦσαι[ῠ], απαρ. αορ. αʹ του θύω
Α.
-
θῠσανόεις, Επικ. θυσσανόεις, -εσσα, -εν, αυτός που έχει φούντες ή κρόσσια, λέγεται για την αιγίδα, σε Ομήρ. Ιλ.
-
θύσᾰνος[ῠ], ὁ (θύω Β), φούντα, στον πληθ. φούντες, κρόσσια, σε Ηρόδ.· λέγεται για τις φούντες του χρυσού δέρατος, σε Πίνδ.
-
θῠσᾰνωτός, -ή, -όν (όπως από το θυσανόω), = θυσανόεις, σε Ηρόδ.