Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Θ"

Βρέθηκαν 824 λήμματα [761 - 780]
θύρῃφι, Επικ. δοτ. της θύρας, που χρησιμ. ως επίρρ.· έξω, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
θύριον, τό, υποκορ. της θύρας, η μικρή πόρτα, σε Αριστοφ.
θῠρίς, -ίδος, , υποκορ. της θύρας, σε Πλάτ.· παράθυρο, στον ίδ.
θῠροκοπέω, μέλ. -ήσω, χτυπώ την πόρτα για να ανοίξει, κρούω τη θύρα, σε Αριστοφ.
θῠρο-κόπος, -ον (κόπτω), αυτός που κρούει τη θύρα, ο ζητιάνος, αυτός που επαιτεί, σε Αισχύλ.
θῠρόω (θύρα), μέλ. -ώσω, επιπλώνω, εξοπλίζω το σπίτι με πόρτες, στεγανώνω, ασφαλίζω, σε Αριστοφ.· μεταφ., κλείνω όπως κάνω με πόρτα, βλεφάροις θυρῶσαι τὴν ὄψιν, σε Ξεν.
θυρσο-μᾰνής, -ές (μαίνομαι), αυτός που τρελαίνεται με τον θυρσύν, σε Ευρ.
θύρσος, , ετερογ. πληθ. θύρσα, θύρσος, δηλ. η Βακχική ράβδος που ήταν στεφανωμένη με κισσό και φύλλα αμπελιού και είχε έναν κώνο πεύκου στην κορυφή, σε Ευρ., Ανθ. Π.
θυρσοφορέω, μέλ. -ήσω, συγκεντρώνω ή κανονίζω τα σχετικά με τον θύρσο, σε Ευρ.
θυρσο-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά, μεταφέρει θύρσο, σε Ευρ., Ανθ. Π.
θυρσο-χᾰρής, -ές (χαίρω), αυτός που βρίσκει ευχαρίστηση, απόλαυση με το θυρσό, σε Ανθ. Π.
θυρώματα, τά (θυρόω), I. δωμάτιο με πόρτες που οδηγούν προς το ίδιο, κάμαρα, σε Ηρόδ. II. πόρτα με παραστάδες, σε Θουκ., Δημ.
θῠρών, -ῶνος, (θύρα), το τμήμα έξω από την πόρτα, είσοδος, προθάλαμος· Λατ. vestibulum, σε Σοφ.
θῠρωρέω, είμαι φύλακας της πόρτας, σε Λουκ.
θῠρ-ωρός, Επικ. θυραωρός, , (ὤρα ή οὖρος), φύλακας της πόρτας, θυρωρός, πορτιέρης, Λατ. janitor, σε Ηρόδ., Αττ.
θυρωτός, όν (θυρόω), αυτός που έχει πόρτα ή άνοιγμα, σε Βάβρ.
θῦσαι[ῠ], απαρ. αορ. αʹ του θύω
Α.
θῠσανόεις, Επικ. θυσσανόεις, -εσσα, -εν, αυτός που έχει φούντες ή κρόσσια, λέγεται για την αιγίδα, σε Ομήρ. Ιλ.
θύσᾰνος[ῠ], (θύω Β), φούντα, στον πληθ. φούντες, κρόσσια, σε Ηρόδ.· λέγεται για τις φούντες του χρυσού δέρατος, σε Πίνδ.
θῠσᾰνωτός, , -όν (όπως από το θυσανόω), = θυσανόεις, σε Ηρόδ.