Αποτελέσματα για: "Θ"
Βρέθηκαν 824 λήμματα [721 - 740]
-
θύμος, ὁ, βλ. θύμον.
-
θῡμός, ὁ (θύω Β), ψυχή· I. όπως το Λατ. anima, ψυχή, πνοή, ανάσα, ζωή· θυμὸν ἀπαυρᾶν, ἀφελέσθαι, ἐξελέσθαι, ἐξαίνυσθαι, ὀλέσαι, αφαιρώ την ζωή, σε Όμηρ.· θυμὸν ἀποπνείειν, εκπνέω, σε Ομήρ. Ιλ.· θυμὸν ἀγείρειν, συγκρατώ τον εαυτό μου, στο ίδ., κ.λπ.· θυμὸς τείρετο καμάτῳ, το πνεύμα του είχε καταπονηθεί, φθαρεί από την κούραση, στο ίδ. II. όπως το Λατ. animus, ψυχή, καρδιά· και ομοίως 1. χρησιμοποιείται για την επιθυμία για φαγητό και ποτό, πιέειν ὅτε θυμὸν ἀνώγει, στο ίδ.· με απαρ., βαλέειν δέ ἑ ἵετο θυμός, η καρδιά του τον πρόσταζε να ρίξει, στο ίδ.· ἤθελεθυμῷ, ευχόταν μέσα στην καρδιά του ή με όλη του την καρδιά, στο ίδ.· θυμῷ βουλόμενος, ευχόμενος με όλη του την ψυχή, σε Ηρόδ.· επίσης, ἐκ θυμοῦ φιλέειν, σε Ομήρ. Ιλ.· θυμός ἐστί μοι, θυμὸς γίγνεταί μοι, με απαρ., διάθεση να..., στον ίδ., Ξεν., κ.λπ.· επίσης όπως η έδρα της λύπης ή της χαράς, χαῖρε δὲ θυμῷ, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄχνυτο θυμός, στο ίδ., κ.λπ. 2. νόηση, διάθεση, βούληση, επιθυμία, θυμὸς πρόφρων, νηλεής, σιδήρεος, σε Όμηρ.· ἕνα θυμὸν ἔχειν, έχοντας κοινή σκέψη, σε Ομήρ. Ιλ.· δόκησε δ' ἄρα σφίσι θυμὸς ὣς ἔμεν, τους ευχαρίστησε να έχουν τέτοια γνώμη, σε Ομήρ. Οδ.· ἐδαΐζετο θωμός, οι γνώμες τους διχάστηκαν, σε Ομήρ. Ιλ. 3. κουράγιο, θάρρος, τόλμη, μένος καὶ θυμός, στο ίδ.· θυμὸν λαμβάνειν, παίρνω θάρρος, σε Ομήρ. Οδ.· παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ. 4. όπως η έδρα του θυμού, νεμεσίζεσθαι ἐνὶ θυμῷ, στο ίδ.· απ' όπου, θυμός, οργή, δάμασον θυμόν, στο ίδ.· θυμὸς μέγας ἐστὶ βασιλῆος, στο ίδ. 5. η ψυχή όπως η έδρα της σκέψης, ᾔδεε γὰρ κατὰ θυμόν, στο ίδ.· φράζετο θυμῷ, στο ίδ.
-
θῡμοσοφικός, -ή, -όν, ευφυής, πνευματώδης, σε Αριστοφ.
-
θῡμό-σοφος, -ον, ευφυής, σοφός από τη φύση του, δηλ. εγγενώς έξυπνος, άνθρωπος του πνεύματος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
-
θῡμοφθορέω, μέλ. -ήσω, φθείρω, βασανίζω την ψυχή, σε Σοφ.
-
θῡμο-φθόρος, -ον (φθείρω), αυτός που φθείρει την ψυχή, αυτός που καταστρέφει την ζωή, σε Ομήρ. Οδ.· αυτός που σπάζει την καρδιά, στο ίδ.· λέγεται για πρόσωπα, ενοχλητικός, ταραχώδης, στο ίδ.· θυμοφθόρα πολλά (ενν. σήματα), σημάδια που δηλητηριάζουν την καρδιά του βασιλιά (έναντι του Βελλερεφόντη), σε Ομήρ. Ιλ.
-
θῡμόω, μέλ. -ώσω (θυμός), θυμώνω· Μέσ. και Παθ., μέλ. -ώσομαι, αόρ. αʹ ἐθυμωσάμην και ἐθυμώθην, απαρ. παρακ. τεθυμῶσθαι· είμαι οργισμένος ή θυμωμένος, απολ., σε Ηρόδ., Τραγ.· λέγεται για ζώα, είμαι άγριος, ατίθασος, σε Σοφ.· θυμοῦσθαι εἰς κέρας, εξωτερικεύοντας την οργή μέσα από τα βούκινα, του Βιργιλίου iracci in cornua, σε Ευρ.· τὸ θυμούμενον, το πάθος, σε Θουκ.· θυμοῦσθαί τινι, είμαι θυμωμένος με κάποιον, σε Αισχύλ., κ.λπ.· εἴς τινα, σε Ηρόδ.· με δοτ. πράγμ., είμαι θυμωμένος με κάτι, σε Αριστοφ.
-
θῡμ-ώδης, -ες, = θῡμο-ειδής, σε Αριστ.
-
θύμωμα[ῡ], -ατος, τό (θυμόω), οργή, πάθος, σε Αισχύλ.
-
θῡνέω, = θύνω, μόνο στον παρατ., ορμώ, σπεύδω, σε Ησίοδ.
-
θυννάζω (θύννος), μέλ. -σω, χτυπώ με καμάκι, καμακώνω, σε Αριστοφ.
-
θύννειος, -α, -ον (θύννος), λέγεται για τον τόνο, το ψάρι· τὰ θύννεια (ενν. κρέα), η σάρκα του, σε Αριστοφ.
-
θυννευτικός, -ή, -όν (θυννός), κατάλληλος για το ψάρεμα τόνων, σε Λουκ.
-
θυννο-κέφαλος, ὁ (κεφαλή), αυτός που έχει κεφάλι τόνου, σε Λουκ.
-
θύννος, ὁ, τόνος, μεγάλο ψάρι, που τρώγεται στη Μεσόγειο, Χρησμ. παρά Ηροδ., σε Αισχύλ., κ.λπ. (από το θύνω, εξαιτίας της γρήγορης και ορμητικής του κίνησης).
-
θυννοσκοπέω, μέλ. -ήσω, παραμονέυω για τόνους, σε Αριστοφ.
-
θυννο-σκόπος, ὁ, αυτός που παραφυλάει για τόνους, δηλ. κάποιος που κάθεται σε υπερυψωμένο μέρος, από το οποίο μπορεί να δει τις αγέλες των τόνων να έρχονται, ώστε να κάνει σήμα στον ψαρά να απλώσει τα δίχτυα του την κατάλληλη στιγμή, σε Θεόκρ.
-
θύννως, Δωρ. αντί θύννους, αιτ. πληθ. του θύννος.
-
θύνω[ῡ], μόνο στον ενεστ. και παρατ. = θύω Β, σπεύδω ή εφορμώ εναντίον, κυρίως λέγεται για τους πολεμιστές στη μάχη, σε Όμηρ., Πίνδ.
-
θυο-δόνος, -ον (θύος, δέχομαι), αυτός που δέχεται θυμίαμα, ευώδης, γεμάτος λιβάνι, σε Ευρ.