Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Θ"

Βρέθηκαν 824 λήμματα [281 - 300]
θεοφορέω, μέλ. -ήσω (θεόφορος), φέρω μέσα μου το θεό· Παθ., κατέχομαι από κάποιον θεό, βρίσκομαι υπό την επήρειά του, σε Λουκ.
θεο-φόρητος, -ον, αυτός που έχει καταληφθεί από θείο πνεύμα, ο θεόπνευστος, σε Αισχύλ.
θεοφορία, Επικ. θευφορίη, , έμπνευση, σε Ανθ. Π.
θεό-φορος, ον (φέρω), αυτός που έχει το θεό μέσα του, ο εμπνευσμένος από το θεό· θεοφόροι δύαι, οι μόχθοι της θείας έμπνευσης, σε Αισχύλ.
θεό-φρων, -ον, γεν. -ονος (φρήν), αυτός που έχει θείο φρόνημα, ευσεβής, σε Πίνδ.
θεράπαινα, , θηλ. της λέξης θεράπων, υπηρέτρια, πιστή δούλα, ακόλουθος, σε Ηρόδ., Ξεν., κ.λπ.
θερᾰπαινίδιον, τό, υποκορ. του επομ., σε Πλούτ., Λουκ.
θερᾰπαινίς, -ίδος, , = θεράπαινα, σε Πλάτ.
θερᾰπεία, Ιων. -ηΐη, (θεραπεύω), I. 1. υπηρεσία, περιποίηση· θεραπεία θεῶν, υπηρεσία προς τους θεούς, θεϊκή λατρεία, σε Πλάτ. 2. υπηρεσία προς αποκόμιση ευνοίας, περιποίηση, θεραπεία τῶν ἀεὶ προεστώτων, σε Θουκ.· ἐν πολλῇ θεραπείᾳ ἔχειν, περιποιούμαι κάποιον πολύ, στον ίδ. II. λέγεται για πράγματα, φροντίδα, περιποίηση, ανατροφή, προστασία, τοῦ σώματος, σε Πλάτ. 2. ιατρική φροντίδα, περίθαλψη απέναντι στους αρρώστους, σε Θουκ., Πλάτ. III. λέγεται για ζώα και φυτά, ανατροφή, καλλιέργεια, στον ίδ.· IV.με περιληπτική σημασία, θεράποντες, υπηρέτες, ακόλουθοι, σε Ηρόδ., Ξεν.
θεράπευμα, -ατος, τό, ιατρική περίθαλψη, σε Αριστ.
θερᾰπευτέον, I. ρημ. επίθ. του θεραπεύω, κάποιος πρέπει να υπηρετεί τοὺς θεούς, σε Ξεν. II. 1. κάτι που πρέπει να καλλιεργηθεί, τὴν γῆν, σε Πλάτ. 2. κάτι που πρέπει να θεραπευθεί, στον ίδ.
θερᾰπευτήρ, -ῆρος, , = το επόμ., ὁ περὶ τὸ σῶμα θεραπευτήρ, σε Ξεν.
θεραπευτής, -οῦ, , I. 1. αυτός που υπηρετεί τους θεούς, πιστός, λάτρης, σε Πλάτ. 2. κάποιος που υπηρετεί άνδρα υψηλής περιωπής, αυλικός, σε Ξεν. II. αυτός που περιποιείται κάποιο πράγμα, με γεν., σε Πλάτ.
θερᾰπευτικός, , -όν, 1. επιρρεπής σε προσφορά υπηρεσίας, με γεν. σε Ξεν.· επιρρεπής σε κολακεία, σε Πλούτ. 2. απολ., φιλόφρων, υπηρετικός, κολακευτικός, περιποιητικός, θωπευτικός, σε Ξεν., Πλούτ.
θερᾰπευτός, -όν, αυτός που μπορεί κάποιος να περιποιηθεί, να περιθάλψει, σε Πλάτ.
θερᾰπεύω (θεράπων), μέλ. -εύσω, I. 1. είμαι υπηρέτης, προσφέρω υπηρεσία, σε Ομήρ. Οδ. 2. προσφέρω υπηρεσία στους θεούς, Λατ. colere deos, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.· υπηρετώ ή αποδίδω τιμές στους γονείς ή στους κυρίους μου, σε Ευρ., Πλάτ. 3. υπηρετώ, περιποιούμαι, κολακεύω, τινά, σε Ηρόδ., Αριστοφ., κ.λπ.· με αρνητική σημασία, κολακεύω, θωπεύω, καλοπιάνω, σε Θουκ.· κατευνάζω, καταπραΰνω, ηρεμώ, ανακουφίζω, στον ίδ.· τὸ θεραπεῦον = οἱ θεραπεύοντες, στον ίδ. 4. λέγεται για πράγματα, σκέφτομαι, επιμελούμαι, Λατ. inservire, στον ίδ.· ἡδονὴν θερ., παραδίδομαι στην ορμή των ηδονών, σε Ξεν.· τὰςθύρας τινὸς θεραπεύω, περιμένω στην πόρτα κάποιου επιφανή άνδρα, στον ίδ. II. 1. φροντίζω, προνοώ για τους ανθρώπους, λέγεται για τους θεούς, στον ίδ. 2. λέγεται για πράγματα, φροντίζω, συντηρώ, εξασφαλίζω, σε Σοφ., Θουκ., κ.λπ. 3. θεραπεύω τὸ σῶμα, φροντίζω το σώμα μου, Λατ. cutem curare, σε Πλάτ. 4. φροντίζω ιατρικά, περιθάλπτω, θεραπεύω, περιποιούμαι, σε Θουκ., Ξεν. 5. θεραπεύω ἡμέρην, τηρώ την ημέρα, τη φυλάω σαν γιορτή, σε Ηρόδ.· θεραπεύω τὰ ἱερά, Λατ. sacra procurare, σε Θουκ.· λέγεται για τη γη, καλλιεργώ, σε Ξεν. δένδρον θεραπεύω, καλλιεργώ, περιποιούμαι δένδρο, σε Ηρόδ.
θερᾰπηΐη, , Ιων. αντί θεραπεία.
θερᾰπήϊος, , -ον, Ιων. αντί θεραπευτικός, σε Ανθ. Π.
θεραπίδιον, τό (θεραπεύω), μέσα, τρόποι ίασης, σε Λουκ.
θεράπνη, , I. ποιητ. συνηρ. από το θεράπαινα, υπηρέτρια, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ. II. κατοικία, διαμονή, κατάλυμα, στον ίδ.