Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Θυμό*"

Βρέθηκαν 18 λήμματα [1 - 18]
θῡμο-βᾰρής, -ές (βαρύς), αυτός που έχει βαριά καρδιά, έχει βαρύθυμη διάθεση, σε Ανθ. Π.
θῡμοβορέω, τρώω ή ενοχλώ την καρδιά, σε Ησίοδ.
θῡμο-βόρος, -ον, (βι-βρώσκω), αυτός που τρώει την καρδιά, σε Ομήρ. Ιλ.
θῡμο-δᾰκής, -ές (δάκνω), αυτός που «δαγκώνει», αγγίζει την καρδιά, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ. Π.
θῡμο-ειδής, -ές (εἶδος), 1. εύθυμος, θαρραλέος, ζωηρός, Λατ. animosus, σε Πλάτ., Ξεν. 2. ορμητικός, οξύθυμος, στο ίδ.
θῡμο-λέων, -οντος, , λεοντόκαρδος, Coeur-de-lion, σε Ομήρ. Ιλ.
θῡμο-μάντις, -εως, , , αυτός που προφητεύει μέσα από την δική του ψυχή (χωρίς θεϊκή έμπνευση όπως ο θεόμαντις), σε Αισχύλ.
θῡμο-μᾰχέω, μάχομαι με πείσμα, σε Κ.Δ., Πλούτ.
θύμον[ῠ] , τό ή θύμος, -έος, , 1. θυμός, σε Αριστοφ., κ.λπ. 2. μείγμα θυμαριού με μέλι και ξίδι, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
θῡμο-πληθής, -ές (πλῆθος), γεμάτος οργή, σε Αισχύλ.
θῡμο-ραϊστής, -οῦ, (ῥαίω), αυτός που καταστρέφει τη ζωή, σε Ομήρ. Ιλ.
θύμος, , βλ. θύμον.
θῡμός, (θύω Β), ψυχή· I. όπως το Λατ. anima, ψυχή, πνοή, ανάσα, ζωή· θυμὸν ἀπαυρᾶν, ἀφελέσθαι, ἐξελέσθαι, ἐξαίνυσθαι, ὀλέσαι, αφαιρώ την ζωή, σε Όμηρ.· θυμὸν ἀποπνείειν, εκπνέω, σε Ομήρ. Ιλ.· θυμὸν ἀγείρειν, συγκρατώ τον εαυτό μου, στο ίδ., κ.λπ.· θυμὸς τείρετο καμάτῳ, το πνεύμα του είχε καταπονηθεί, φθαρεί από την κούραση, στο ίδ. II. όπως το Λατ. animus, ψυχή, καρδιά· και ομοίως 1. χρησιμοποιείται για την επιθυμία για φαγητό και ποτό, πιέειν ὅτε θυμὸν ἀνώγει, στο ίδ.· με απαρ., βαλέειν δέ ἑ ἵετο θυμός, η καρδιά του τον πρόσταζε να ρίξει, στο ίδ.· ἤθελεθυμῷ, ευχόταν μέσα στην καρδιά του ή με όλη του την καρδιά, στο ίδ.· θυμῷ βουλόμενος, ευχόμενος με όλη του την ψυχή, σε Ηρόδ.· επίσης, ἐκ θυμοῦ φιλέειν, σε Ομήρ. Ιλ.· θυμός ἐστί μοι, θυμὸς γίγνεταί μοι, με απαρ., διάθεση να..., στον ίδ., Ξεν., κ.λπ.· επίσης όπως η έδρα της λύπης ή της χαράς, χαῖρε δὲ θυμῷ, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄχνυτο θυμός, στο ίδ., κ.λπ. 2. νόηση, διάθεση, βούληση, επιθυμία, θυμὸς πρόφρων, νηλεής, σιδήρεος, σε Όμηρ.· ἕνα θυμὸν ἔχειν, έχοντας κοινή σκέψη, σε Ομήρ. Ιλ.· δόκησε δ' ἄρα σφίσι θυμὸς ὣς ἔμεν, τους ευχαρίστησε να έχουν τέτοια γνώμη, σε Ομήρ. Οδ.· ἐδαΐζετο θωμός, οι γνώμες τους διχάστηκαν, σε Ομήρ. Ιλ. 3. κουράγιο, θάρρος, τόλμη, μένος καὶ θυμός, στο ίδ.· θυμὸν λαμβάνειν, παίρνω θάρρος, σε Ομήρ. Οδ.· παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ. 4. όπως η έδρα του θυμού, νεμεσίζεσθαι ἐνὶ θυμῷ, στο ίδ.· απ' όπου, θυμός, οργή, δάμασον θυμόν, στο ίδ.· θυμὸς μέγας ἐστὶ βασιλῆος, στο ίδ. 5. η ψυχή όπως η έδρα της σκέψης, ᾔδεε γὰρ κατὰ θυμόν, στο ίδ.· φράζετο θυμῷ, στο ίδ.
θῡμοσοφικός, , -όν, ευφυής, πνευματώδης, σε Αριστοφ.
θῡμό-σοφος, -ον, ευφυής, σοφός από τη φύση του, δηλ. εγγενώς έξυπνος, άνθρωπος του πνεύματος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
θῡμοφθορέω, μέλ. -ήσω, φθείρω, βασανίζω την ψυχή, σε Σοφ.
θῡμο-φθόρος, -ον (φθείρω), αυτός που φθείρει την ψυχή, αυτός που καταστρέφει την ζωή, σε Ομήρ. Οδ.· αυτός που σπάζει την καρδιά, στο ίδ.· λέγεται για πρόσωπα, ενοχλητικός, ταραχώδης, στο ίδ.· θυμοφθόρα πολλά (ενν. σήματα), σημάδια που δηλητηριάζουν την καρδιά του βασιλιά (έναντι του Βελλερεφόντη), σε Ομήρ. Ιλ.
θῡμόω, μέλ. -ώσω (θυμός), θυμώνω· Μέσ. και Παθ., μέλ. -ώσομαι, αόρ. αʹ ἐθυμωσάμην και ἐθυμώθην, απαρ. παρακ. τεθυμῶσθαι· είμαι οργισμένος ή θυμωμένος, απολ., σε Ηρόδ., Τραγ.· λέγεται για ζώα, είμαι άγριος, ατίθασος, σε Σοφ.· θυμοῦσθαι εἰς κέρας, εξωτερικεύοντας την οργή μέσα από τα βούκινα, του Βιργιλίου iracci in cornua, σε Ευρ.· τὸ θυμούμενον, το πάθος, σε Θουκ.· θυμοῦσθαί τινι, είμαι θυμωμένος με κάποιον, σε Αισχύλ., κ.λπ.· εἴς τινα, σε Ηρόδ.· με δοτ. πράγμ., είμαι θυμωμένος με κάτι, σε Αριστοφ.