Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Η"

Βρέθηκαν 594 λήμματα [501 - 520]
ἡρῷον, Ιων. -ώϊον, τό (ἥρως), 1. (σε συνδυασμό με το ἱερὸν ή το ἕδος), ο ναός ή το ιερό που είναι αφιερωμένο σε έναν ήρωα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· θἠρῷον, δηλ. τὸ ἡρῷον, σε Αριστοφ. 2. (σε συνδυασμό με το μέτρον), ο εξάμετρος στίχος, σε Πλούτ.
ἡρῷος, , -ον, συνηρ. αντί ἡρώϊος· ὁ ἡρῷος (ενν. ῥυθμός), το ηρωικό μέτρο, ο εξάμετρος, σε Πλάτ. κ.λπ.· ποὺς ἡρῷος, ο δάκτυλος, ο μετρικός πους, σε Ανθ.
ἥρως, , γεν. ἥρωος, Αττ. επίσης ἥρω, δοτ. ἥρωϊ, ἥρῳ, αιτ. ἥρωα, ἥρω, σπανίως ἥρωνπληθ., ονομ. ἥρωες, σπάνια ἥρως, δοτ. ἥρωσιν, αιτ. ἥρωας, σπάνια ἥρως (συγγενές με το Λατ. vir), 1. ο ήρωας· στον Όμηρ. αποδίδεται στους Έλληνες που πολέμησαν στην Τροία, κατόπιν και για τους πολεμιστές εν γένει, και έπειτα για όλους τους ελεύθερους ανθρώπους της ηρωικής εποχής, που δεν έχουν καμία σχέση με τον πόλεμο ή τη διοίκηση όπως ο αοιδός Δημόδοκος, ο κήρυκας Μούλιος, ακόμα και οι απόλεμοι Φαίακες. 2. στον Ησίοδ., οι ὄλβιοι ἥρωες είναι άνδρες της τέταρτης γενεάς των ανθρώπων, που έπεσαν μπροστά στα τείχη της Θήβας και της Τροίας και έλαβαν από το Δία κατοικία στα Νησιά των Μακάριων. 3. οι ήρωες, ως υποκείμενα λατρείας, σαν ημίθεοι ή άνδρες γεννημένοι απο θεό και θνητό, όπως ο Ηρακλής, ο Αινείας, ο Μέμνονας, σε Ηρόδ., Πίνδ.· έπειτα, χρησιμοποιείται για όσους είχαν προσφέρει μεγάλες ευεργεσίες στο ανθρώπινο γένος και τιμήθηκαν γι' αυτό, όπως ο Δαίδαλος, ο Τριπτόλεμος, ο Θησέας, σε Ανθ. 4. έπειτα, οι ήρωες ήταν κατώτεροι, τοπικοί, εγχώριοι θεοί, προστάτες πόλεων, φυλών ή ομάδων, συντεχνιών, κ.λπ.· όπως στην Αθήνα, οι ἥρωες ἐπώνυμοι ήταν εκείνοι οι ήρωες από τους οποίους πήραν τα ονόματά τους οι φυλαί, σε Ηρόδ.
ἡρῷσσα, , = ἡρωίνη, σε Ανθ.
ἦς, Δωρ. αντί ἦν, γʹ ενικ. παρατ. του εἰμί (Λατ. sum).
ἧς, Δωρ. αντί εἷς, ο ένας, σε Θεόκρ.
ᾖσα, I. αόρ. αʹ του ᾄδω· II.ἧσα, αόρ. αʹ του ἥδω.
ἧσαι, βʹ ενικ. του ἧμαι.
ἦσαν, γʹ πληθ. παρατ. του εἰμί (Λατ. sum).
ᾖσαν, I. Αττ. αντί ᾔδεσαν, γʹ πληθ. υπερσ. του οἶδα. II. αντί ἤϊσαν, γʹ πληθ. παρατ. του εἶμι (Λατ. ibo).
ἥσατο, γʹ ενικ. αορ. αʹ του ἥδομαι.
ἥσειν, απαρέμφ. μέλ. του ἵημι.
ἦσθα, Αιολ. και Αττ. αντί ἦς, βʹ ενικ. παρατ. του εἰμί (Λατ. sum).
ἧσθα, απαρέμφ. του ἧμαι.
ἠσθένησα, -ένουν, αόρ. αʹ και παρατ. του ἀσθενέω.
ἥσθην, I. αόρ. αʹ του ἥδομαι· II.ἤσθην, Παθ. αόρ. αʹ του ᾄδω.
ᾐσθόμην, αόρ. βʹ του αἰσθάνομαι.
ᾗσι, Επικ. αντί , γʹ ενικ. υποτακτ. αορ. βʹ του ἵημι.
ἤσκειν, αντί ἤσκεεν, γʹ ενικ. παρατ. του ἀσκέω.
ᾖσμεν, Αττ. αντί ᾔδειμεν, αʹ πληθ. υπερσ. του οἶδα, βλ. *εἴδω.