Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Η"

Βρέθηκαν 594 λήμματα [361 - 380]
ᾔνεον, ᾔνεσα, παρατ. και αόρ. αʹ του αἰνέω.
ἠνεσχόμην, Μέσ. αόρ. βʹ με διπλή αύξηση του ἀνέχω.
ἤνετο, γʹ ενικ. Παθ. παρατ. του ἄνω = ἀνύω.
ἠνέχθην, Παθ. αόρ. αʹ του φέρω.
ἠνηνάμην, αόρ. αʹ του ἀναίνομαι.
ἠνθισμένος, Παθ. μτχ. παρακ. του ἀνθίζω.
ἦνθον, -ες, , Δωρ. αντί ἦλθον, αʹ πληθ. ἤνθομες.
ἠνθρᾰκωμένος, παρακ. μτχ. του ἀνθρακόομαι.
ἡνία, -ίων, τά, ηνία, χαλινάρια, σε Όμηρ., Ησίοδ., Πίνδ.
ἡνία, Δωρ. ἁνία, , 1. ηνία (στην ιππασία), χαλινάρια (στην οδήγηση άρματος)· όπως τα ομηρικά ἡνία(τά), απαντά κυρίως στον πληθ., σε Πίνδ. κ.λπ.· πρὸςἡνίας μάχεσθαι, σε Αισχύλ.· στον ενικ., ἐπισχὼν ἡνίαν, σε Σοφ. 2. μεταφορ., χαλάσαι τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις, δεν βάζω στα λόγια μου χαλινάρια, σε Πλάτ.· τῆς Πυκνὸς τὰς ἡνίας παραδοῦναί τινι, στον ίδ. 3. ως στρατιωτικός όρος, ἐφ' ἡνίαν, προς τα αριστερά, σε Πλούτ.
ἠν-ίδε, βλ. ἤν (ως επιφώνημα), για δες! κοίτα!
ἡνίκᾰ[ῐ], Δωρ. ἁνίκα, επίρρ. χρονικό, συσχετικό προς το τηνίκα, 1. σε εκείνη την εποχή, σ' εκείνο το χρονικό σημείο, τότε, όταν, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.· επίσης μτβ., μέχρι, έως, σε Πίνδ., Αττ. 2. με ευκτ. του πλαγίου λόγου, για να δηλώσει ένα πολλαπλά επαναλαμβανόμενο περιστατικό στο παρελθόν, όσες φορές, οσάκις, οποτεδήποτε, σε Σοφ. κ.λπ. 3. ἡνίκ' ἄν, όπως το ὅταν, με υποτακτ., λέγεται για το μέλλον, οσάκις, οποτεδήποτε, στον ίδ. κ.λπ.
ἡνίον, τό, βλ. ἡνία, τά.
ἡνιο-ποιεῖον, τό (ποιέω), εργαστήριο παραγωγής χαλιναριών, σε Ξεν.
ἡνιο-στροφέω, οδηγώ, κατευθύνω με τα χαλινάρια, σε Αισχύλ., Ευρ.
ἡνιο-στρόφος, (στρέφω), αυτός που κατευθύνει, που οδηγεί με τα χαλινάρια, ο ηνίοχος, σε Σοφ.
ἡνιοχεία, (ἡνιοχέω), οδήγηση του άρματος, το έργο του ηνίοχου, σε Πλάτ.
ἡνιοχεύς, -έως, Επικ. -ῆος, , ποιητ. αντί ἡνίοχος, σε Ομήρ. Ιλ.
ἡνιοχεύω, Δωρ. ἁν-, μέλ. -σω, ποιητ. τύπος του ἡνιοχέω, ενεργώ σαν ηνίοχος, σε Όμηρ.· μεταφορ., οδηγώ, διευθύνω, σε Ανθ.
ἡνιοχέω, μέλ. -ήσω, πεζός τύπος του ἡνιοχεύω, 1. κρατώ τα χαλινάρια, σε Ξεν. 2. με αιτ., οδηγώ, κατευθύνω, σε Ηρόδ.· μεταφορ., διευθύνω, σε Αριστοφ.Παθ., κατευθύνομαι, οδηγούμαι, σε Ξεν.