Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Η"

Βρέθηκαν 594 λήμματα [261 - 280]
ἡμεροδρόμος, (δραμεῖν), ως ουσ., ταχυδρόμος, αγγελιαφόρος, σε Ηρόδ.
ἡμερό-κοιτος, Δωρ. ἁμερ-, -ον, αυτός που κοιμάται κατά τη διάρκεια της ημέρας, χαρακτηρισμός του κλέφτη, σε Ησίοδ., Ευρ.
ἡμερο-λεγδόν (λέγω), επίρρ., μέσω της αρίθμησης των ημερών, με το μέτρημα των ημερών, σε Αισχύλ.
ἡμερο-λογέω (λέγω), αριθμώ κατά ημέρες, σε Ηρόδ.
ἡμερο-λόγιον, τό (λέγω), το βιβλίο στο οποίο αναγράφονται οι ημέρες, καταγράφεται η κάθε ημέρα ξεχωριστά, το ημερολόγιο, σε Πλούτ.
ἥμερος, Δωρ. ἅμ-, -ον και , -ον, 1. ήμερος, τιθασευμένος, εξημερωμένος, Λατ. mansuetus· λέγεται για τα ζώα, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.· ομοίως, τὰ ἥμερα μόνο, σε Ξεν. 2. λέγεται για φυτά και δέντρα, καλλιεργημένος, Λατ. sativus, σε Ηρόδ. κ.λπ.· 3. λέγεται για ανθρώπους, ήμερος, πράος, εξευγενισμένος, πολιτισμένος, στον ίδ., σε Δημ.· με παρόμοια σημασία λέγεται για το λιοντάρι, σε Αισχύλ.
ἡμερο-σκόπος, , αυτός που φρουρεί κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· ως ουσ., ημεροφύλακας, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
ἡμερότης, -ητος, (ἥμερος), εξημέρωμα, ημερότητα· καλλιέργεια του εδάφους· λέγεται για ανθρώπους, πραότητα, ευγένεια, αγαθότητα, σε Πλάτ.
ἡμερό-φαντος, -ον (φαίνομαι), αυτός που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε Αισχύλ.
ἡμερο-φύλαξ[ῠ], -ᾰκος, ὁ= ἡμεροσκόπος, σε Ξεν.
ἡμερόω, μέλ. -ώσω (ἥμερος), 1. εξημερώνω, τιθασεύω, για άγρια θηρία, σε Πλάτ. 2. λέγεται επίσης για χώρες, τις καθαρίζω (τις καθιστώ ασφαλείς) από τους ληστές και τα άγρια ζώα, όπως έκαναν ο Ηρακλής και ο Θησέας, σε Πίνδ., Αισχύλ.· επίσης, εξημερώνω μέσω κατάκτησης, υποτάσσω, σε Ηρόδ. 3. χρησιμοποιείται και για ανθρώπους, εξευγενίζω, εκπολιτίζω, εξευμενίζω, μεταδίδω πολιτισμό, σε Πλάτ.
ἡμέρωσις, -εως, , εξημέρωση, καλλιέργεια, εκπολιτισμός, σε Πλούτ.
ἦμες, Δωρ. αντί εἶναι, απαρέμφ. του εἰμί (Λατ. sum).
ἡμέτερος, Δωρ. ἁμετ-, , -ον (ἡμεῖς), I. ο δικός μας, Λατ. noster, σε Όμηρ. κ.λπ.· εἰς ἡμέτερον (ενν. δῶμα), σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, ἡμέτερόνδε, στο ίδ.· ἡ ἡμετέρα (ενν. χώρα), σε Θουκ.· τὰ ἡμέτερα φρονεῖν, συμμερίζεται τη δική μας θέση, σε Ξεν. II. μερικές φορές αντί ἐμός, σε Ομήρ. Οδ.
ἡμέων, Ιων. αντί ἡμῶν, γεν. πληθ. του ἐγώ.
ἥμην, παρατ. του ἧμαι.
ἤμησα, αόρ. αʹ του ἀμάω.
ἠμί, λέγω, Λατ. inquam· χρησιμοποιείται για να επαναλάβει κάτι με έμφαση· παῖ ἠμί, παῖ, παιδί, λέω, παιδί! σε Αριστοφ.· παρατ. ἦν, γʹ ενικ. · , καὶ ἐπ' ἀργυρέῃ κώπῃ σχέθε χεῖρα, είπε, και κράτησε το χέρι του..., σε Ομήρ. Ιλ.· στην Αττ., ἦν δ' ἐγώ, είπα εγώ, σε Πλάτ.· ἦ δ' ὅς, είπε αυτός, σε Αριστοφ., Πλάτ.
ἡμῐ-, αχώριστο μόριο, πρώτο συνθετικό που σημαίνει «μισός», Λατ. semi-.
ἡμι-άνθρωπος, , αυτός που είναι κατά το ήμισυ άνθρωπος, σε Λουκ.