Αποτελέσματα για: "Η"
Βρέθηκαν 594 λήμματα [221 - 240]
-
ἠλλάγην[ᾰ], -άχθην, Παθ. Αόρ. βʹ και αʹ του ἀλλάσσω.
-
ἤλλαγμαι, Παθ. παρακ. του ἀλλάσσω· ἤλλακτο, γʹ ενικ. υπερσ.
-
ἠλλοίωμαι, Παθ. παρακ. του ἀλλοιόω.
-
ἧλος, Δωρ. ἇλος, ὁ, 1. το καρφί· στον Όμηρ. χρησιμ. μόνο σαν διακοσμητικό στολίδι, καρφί πλατυκέφαλο. 2. μετά τον Όμηρ., καρφί που χρησιμοποιείται για σύνδεση, ένωση με..., σε Πίνδ., Ξεν. κ.λπ.
-
ἠλός, υποτιθέμενη ονομ. της κλητ. ἠλέ, βλ. ἠλεός.
-
ἤλπετο, γʹ ενικ. παρατ. του ἔλπομαι.
-
ἤλπῐσα, αόρ. αʹ του ἐλπίζω.
-
ἠλύγη[ῠ], ἡ, σκιά, ίσκιος, σκότος· μεταφορ., δίκης ἠλύγη, οι περιπλοκές μιας δίκης, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
-
ἤλῠθον, Επικ. αόρ. βʹ του ἔρχομαι.
-
ἤλυξα, αόρ. αʹ του ἀλύσκω.
-
Ἠλύσιονπεδίον, τό, τα Ηλύσια πεδία, Λατ. Elysium, σε Ομήρ. Οδ.· στον πληθ., σε Ανθ. Ο Όμηρ. θεωρεί πως βρίσκονται στο δυτικό άκρο της γης, κοντά στον Ωκεανό· τα Ηλύσια του Ησιόδου βρίσκονται στις μακάρων νήσους.
-
Ἠλύσιος, -α, -ον, αυτός που ανήκει στα Ηλύσια πεδία, σε Ανθ.
-
ἤλῠσις, -εως, ἡ, = ἔλευσις, οδός, πορεία, σε Ευρ.
-
ἦλφον, αόρ. βʹ του ἀλφαίνω.
-
ἠλώμην, παρατ. του ἀλάομαι.
-
ἥλων, Ιων. αντί ἑάλων, αόρ. βʹ του ἁλίσκομαι.
-
ἧμα, τό (ἵημι), αυτό που ρίπτεται, βέλος, ακόντιο, σε Ομήρ. Ιλ.
-
ἠμᾰθόεις, -εσσα, -εν, Επικ. αντί ἀμ- (ἄμαθος), ο αμμώδης, σε Όμηρ.
-
ἧμαι, ἧσαι, ἧσται, ἥμεθα, ἧστε, ἧνται, Επικ. εἵᾰται και ἕᾰται· προστ. ἧσο, ἥσθω, απαρέμφ. ἧσθαι, μτχ. ἥμενος, παρατ. ἥμην, ἧσο, ἧστο, δυϊκ. ἥσθην, πληθ. ἥμεθα, ποιητ. ἥμεσθα, ἧσθε, ἧντο, Επικ. εἵᾰτο και ἕᾰτο· είμαι καθισμένος, κάθομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· στέκομαι ακίνητος, κάθομαι ήσυχος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για στράτευμα, στρατοπεδεύω, στο ίδ.· επίσης, χρησιμοποιείται για κατάσκοπο, παραμονεύω, παραφυλάω, στο ίδ.· μεταγεν., λέγεται για τοποθεσίες, πράγματα (ναούς κ.λπ.), βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος, σε Ηρόδ.· ἡμένῳ ἐν χώρῳ = εἱαμενῇ, σε χαμηλό, βαθουλωτό, κοίλο τόπο, σε Θεόκρ.· σπανίως, με αιτ., σέλμα ἧσθαι, που κάθονται σε πάγκο, σε Αισχύλ.· ἧσθαι Σιμόεντος κοίτας, σε Ευρ.
-
ἦμαρ, -ατος, Δωρ. ἆμαρ, τό, ποιητ. αντί ἡμέρα, I. 1. ημέρα, σε Όμηρ.· νύκτας τε καὶ ἦμαρ, νύκτα και ημέρα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἦμαρ, στο διάστημα της ημέρας, σε Ησίοδ.· μέσον ἦμαρ, μεσημέρι, σε Ομήρ. Ιλ.· δείελον ἦμαρ, απόγευμα, δειλινό, σε Ομήρ. Οδ. 2. στον Όμηρ., με επίρρ., λέγεται για να περιγράψει μια κατάσταση ή διάφορες συνθήκες· αἴσιμον, ὀλέθριον, μόρσιμον, νηλεὲς ἦμαρ, ημέρα της μοίρας, του θανάτου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐλεύθερον, δούλιον, ἀναγκαῖον ἦμαρ, η ημέρα της ελευθερίας, της δουλείας, στο ίδ.· νόστιμον ἦμαρ, κ.λπ. 3. χρησιμοποιείται για τις εποχές του έτους, ἤματ' ὀπωρινῷ, ἤματι χειμερίῳ, σε Ομήρ. Ιλ. II. με πρόθ., ἐπ' ἤματι, μέρα με τη μέρα, καθημερινά, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, μέσα σε μία μέρα, για μία μέρα, σε Όμηρ.· ομοίως, ἐπ' ἦμαρ, στο χρονικό διάστημα της ημέρας, στη διάρκεια της ημέρας, σε Σοφ.· για μία μέρα, σε Ευρ.· κατ' ἦμαρ, μέρα με τη μέρα, καθημερινά, Λατ. quotidie, σε Σοφ.· κατ' ἦμαρ ἀεί, στον ίδ.· αλλά κατ' ἦμαρ, επίσης, κατ' αυτήν την ίδια την ημέρα, σήμερα, Λατ. hodie, στον ίδ.· παρ' ἦμαρ, μέρα παρά μέρα, σε Πίνδ., Σοφ.