Αποτελέσματα για: "Η"
Βρέθηκαν 594 λήμματα [181 - 200]
-
ἤλειψα, αόρ. αʹ του ἀλείφω.
-
ἠλέκτρινος, -ον, αυτός που είναι φτιαγμένος από ἤλεκτρον, σε Λουκ.
-
ἤλεκτρον, τό και ἤλεκτρος, ὁ ή ἡ, το ήλεκτρο, λέξη που μερικές φορές χρησιμοποιείται για να δηλώσει το κεχριμπάρι, όπως πιθανόν σε Όμηρ., Ησίοδ., Ηρόδ.· επίσης, μεταλλικό μείγμα χρυσού και αργύρου, σε αναλογία 1 προς 4, σε Σοφ. κ.λπ.· Στον Αριστοφ., ἐκπιπτουσῶν τῶν ἠλέκτρων, όπου οι ἤλεκτροι είναι πιθανόν οι σφήνες της λύρας, οι οποίες ήταν φτιαγμένες ή διακοσμημένες με ήλεκτρο (αμφίβ. προέλ.).
-
ἠλεκτρο-φαής, -ές (φάος), αυτός που λάμπει σαν κεχριμπάρι, σε Ευρ.
-
ἠλέκτωρ, -ορος, ὁ, ο ακτινοβόλος Ήλιος, σε Ομήρ. Ιλ.· ως επίθ., ἠλέκτωρ Ὑπερίων, ο Υπερίων που λαμποκοπά, που ακτινοβολεί, στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
-
ἠλέμᾰτος (ἠλεός), Δωρ. ἀλέματος, -ον, μάταιος, ανόητος, σε Θεόκρ., Ανθ.
-
ἠλεός, -ή, -όν (ἀλάομαι), 1. πλανημένος, άφρων, ανόητος, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης με αποκοπή ἠλέ, σε Ομήρ. Ιλ.· ἠλεά ως επίρρ., ανόητα, με άμυαλο τρόπο, σε Ανθ. 2. Ενεργ., αυτός που επιφέρει μανία, που διαταράσσει τη νοητική ισορροπία· οἶνος, σε Ομήρ. Οδ.
-
ἠλεύατο, Επικ. γʹ ενικ. αορ. αʹ του ἀλεύομαι.
-
ἠλήλαντο, Επικ. γʹ πληθ. Παθ. υπερσ. του ἐλαύνω.
-
ἦλθα, μεταγεν. αόρ. αʹ του ἔρχομαι, σε Κ.Δ.
-
ἡλιάζομαι, μέλ. -άσομαι, αόρ. αʹ -ασάμην, αποθ., συνεδριάζω στο δικαστήριο· Ἡλιαία, είμαι Ηλιαστής, δικαστής στην Ηλιαία, σε Αριστοφ.
-
ἡλιαία, ἡ, 1. στην Αθήνα, δημόσιος χώρος στον οποίο συγκαλούνταν το ανώτατο δικαστήριο, σε Αριστοφ. 2. το ανώτατο δικαστήριο, σε Νόμ. παρά Δημ.
-
ἡλιάς, -άδος, θηλ. επίθ. που αναφέρεται στον ήλιο, η ηλιακή, σε Χρησμ. παρά Λουκ.
-
ἡλιαστής, -οῦ, ὁ, δικαστής στο δικαστήριο της Ηλιαίας, Ηλιαστής, σε Αριστοφ.
-
ἡλιαστικός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε Ηλιαστή ή μοιάζει σε Ηλιαστή, σε Αριστοφ.
-
ἠλίβᾰτος, Δωρ. ἀλίβ-, -ον, I. 1. ψηλός, απόκρημνος, απότομος, επίθ. των απόκρημνων βράχων, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· λέγεται για τον Ολύμπιο θρόνο του Δία, σε Αριστοφ. 2. στην Ομήρ. Οδ., Ι 243, το ἠλίβατος πέτρηφαίνεται να σημαίνει τον τεράστιο, πελώριο όγκο του βράχου. II. όπως το Λατ. altus, βαθύς, σε Ησίοδ., Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).
-
ἤλῐθα, 1. επίρρ. (ἅλις), αρκετά, επαρκώς, ικανοποιητικά, Λατ. satis· ληὶς ἤλιθα πολλή, σε Ομήρ. Ιλ.· δύη ἤλιθα πολλή, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 2. μάταια, όπως το μάτην.
-
ἠλῐθῐάζω, μιλώ ή ενεργώ με ανόητο ή άμυαλο τρόπο, σε Αριστοφ.
-
ἠλίθιος, Δωρ. ἀλίθ-, -α, -ον (ἤλιθα), I. μάταιος, άσκοπος, ανώφελος, σε Πίνδ., Αισχύλ. II. λέγεται για πρόσωπα, ανόητος, άμυαλος, άφρων, άνους, όπως το μάταιος, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· επίρρ. -ίως, σε Πλάτ.· ουδ. ἠλίθιον, ως επίρρ., σε Αριστοφ.
-
ἠλῐθιότης, -ητος, ἡ, μωρία, ανοησία, σε Πλάτ.