Αποτελέσματα για: "Ε"
Βρέθηκαν 6.223 λήμματα [6061 - 6080]
-
ἑφθ-ημῐμερής, αυτός που περιλαμβάνει εφτά μισά μέρη, δηλ. 3 1/2, λέγεται για τους πρώτους 3 1/2 μετρικούς πόδες του εξαμέτρου ή του ιαμβικού τριμέτρου.
-
ἔφθην, αόρ. βʹ του φθάνω.
-
ἔφθῐθεν, Επικ. αντί -ησαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ των φθίω, φθίνω· ἔφθῐται, γʹ ενικ. Παθ. παρακ.· ἔφθῐσο, -ιτο, βʹ και γʹ ενικ. Παθ. υπερσ.· ἐφθίατο, Ιων. αντί ἔφθιντο, γʹ πληθ. υπερσ.
-
ἑφθός, -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἕψω· 1. βραστός, παρασκευασμένος για τροφή, μαγειρεμένος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. 2. ἑφθὸς χρυσός, καθαρός χρυσός, σε Σιμων.
-
ἐφίδρωσις, -εως, ἡ (ἱδρόω), ελαφρό ίδρωμα, σε Πλούτ.
-
ἐφ-ιζάνω, μόνο σε ενεστ. και παρατ., κάθομαι πάνω σε ή μέσα σ' ένα μέρος, κατακαθίζω, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανεν, ο ύπνος κάθησε πάνω στα βλέφαρα, στο ίδ.
-
ἐφ-ίζω, Δωρ. —ίσδω,· I. μτβ., σε Επικ. αόρ. αʹ, βάζω κάποιον να καθίσει, επικαθίζω, ἐφέσσαι, και να με επιθέσουν στην ξηρά, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., γούνασιν οἷσιν ἐφεσσάμενος, καθίζοντάς με στα γόνατά του, στο ίδ.· προστ. ἔφεσσαί με νηός, επιβίβασέ με στο πλοίο, στο ίδ. II. αμτβ., σε ενεστ. και παρατ., ἐφῖζον, Ιων. ἐφίζεσκον, κάθομαι σε ή δίπλα σε, στο ίδ., Πίνδ. κ.λπ.
-
ἐφ-ίημι, Ιων. ἐπ-, μέλ. ἐφήσω, οριστ. αορ. αʹ ἐφῆκα, Επικ. ἐφέηκα, προστ. αορ. βʹ ἔφες, υποτ. ἐφείω, -ῃς, Αττ. ἐφῇς, μτχ. ἐφείς — Μέσ., μτχ. ἐφιέμενος, μέλ. ἐφήσομαι· γʹ ενικ. προστ. ἐφίει, όπως αν προερχόταν από το ἐφιέω·
Α. I. 1. στέλνω σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με απαρ., παρακινώ ή προκαλώ να γίνει κάτι, ἐφέηκε ἀεῖσαι, σε Ομήρ. Οδ.· ἐφ. τινα χαλεπῆναι κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ. 3. λέγεται για πράγματα, ρίχνω ή εξακοντίζω εναντίον κάποιου, ὅς τοι ἐφῆκε βέλος, στο ίδ. κ.λπ.· ἐφ. οἰστὸν ἐπί τινι, σε Ευρ.· ἐφ. χεῖράς τινι, απλώνω χέρια πάνω του, σε Ομήρ. Οδ. 4. α) λέγεται για γεγονότα, για το πεπρωμένο κ.λπ., στέλνω εναντίον, με εχθρική σημασία, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐφ. τὸν ποταμὸν ἐπὶ τὴν χώρην, στον ίδ.· ἐφῆκας γλῶσσαν, την άφησες πολύ ελεύθερη, σε Ευρ. β) ρίχνω μέσα σε, ἐς λέβητ' ἐφῆκεν μέλη, στον ίδ. II. 1. ξεσφίγγω, χαλαρώνω, ιδίως λέγεται για το χαλινάρι, σε Πλάτ.· απ' όπου, παραχωρώ, Λατ. concedere, τινι τὴν ἡγεμονίαν, σε Θουκ.· με απαρ., επιτρέπω, αφήνω, τινὶ ποιεῖν τι, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. 2. παραιτούμαι, παραδίδω, εγκαταλείπω, αφήνω ως λεία σε κάποιον, σε Σοφ.· έπειτα, φαινομενικά αμτβ. (ενν. ἑαυτόν), παραδίνομαι σε κάτι, οὐρίᾳ, σε ευνοϊκό άνεμο, σε Πλάτ. III. ως νομικός όρος, αφήνω σε κάποιον άλλον να αποφασίσει, δίκας ἐφ. εἴς τινα, σε Δημ.· και απόλ., ασκώ έφεση, εἰς τοὺς δικαστάς, στον ίδ. Β. I. 1. Μέσ., δίνω εντολή ή διατάζω, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.· με απαρ., ἐφ.τινὶ ποιεῖν τι, σε Σοφ., Αριστοφ.· ἐς Λακεδαίμονα, στέλνω διαταγές στους Λακεδαιμονίους, Θουκ. 2. επιτρέπω ή αφήνω σε κάποιον να κάνει κάτι, σε Σοφ. κ.λπ. II. με γεν., στοχεύω, αποβλέπω σε, σε Αριστ.· επιθυμώ, ποθώ, λαχταρώ, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· με απαρ., επιθυμώ να κάνω κάτι, σε Ευρ.
-
ἐφίητι, Δωρ. αντί ἐφίησι.
-
ἐφ-ικάνω, = το επόμ., σε Ομήρ. Οδ.
-
ἐφ-ικνέομαι, Ιων. ἐπ-, μέλ. ἐφίξομαι, αόρ. βʹ ἐφῑκόμην, Ιων. ἐπ-, αποθ.: I. 1. φθάνω κάποιον, σκοπεύω προς, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ. κ.λπ. 2. εκτείνομαι ή φθάνω, ἐφ' ὅσον μνήμη ἐφ., σε Ξεν. κ.λπ. 3. μεταφ., πλησιάζω, προσεγγίζω, περιγράφω, Λατ. rem acu tagnere, τῷ λόγῳ ἐφ. τῶν ἐκεῖ κακῶν, σε Δημ.· ομοίως, ἐς τὰ ἄλλα ἐπίκεο, σε Ηρόδ. 4. φθάνω, γίνομαι κάτοχος, πλησιάζω, κατακτώ, ἀνδραγαθίας, σε Αισχίν. κ.λπ. II. με αιτ., επέρχομαι, εἴ σε μοῖρ' ἐφίκοιτο, σε Πίνδ.· με διπλή αιτ., ἐπικέσθαι πληγὰς τὸν Ἑλλήσποντον, τον πλήττω με συμφορές, σε Ηρόδ.
-
ἐφικτός, -ή, -όν, εύκολος στην προσέγγιση, κατορθωτός, προσιτός, σε Πλούτ.
-
ἐφίλᾱθεν, Δωρ. και ποιητ. αντί ἐφιλήθησαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του φιλέω.
-
ἐφίλᾱσα, Δωρ. αντί ἐφίλησα, αόρ. αʹ του φιλέω.
-
ἐφίλατο[ῑ], ανώμ. γʹ ενικ. αορ. αʹ του φιλέω.
-
ἐφ-ῑμείρω, επιτετ. αντί ἱμείρω, με γεν., σε Ανθ.
-
ἐφ-ίμερος[ῑ], -ον, επιθυμητός, ποθητός, θελκτικός, ευφρόσυνος, σε Ησίοδ., Αισχύλ.· με απαρ., ἐφ. προσλεύσσειν, σε Σοφ.
-
ἐφῑμώθην, Παθ. αόρ. αʹ του φιμόω.
-
ἐφ-ιππάζομαι, αποθ., εφορμώ έφιππος καταπάνω, σε Λουκ.
-
ἐφ-ιππεύω, τρέχω έφιππος καταπάνω, επιτίθεμαι μέσω του ιππικού, σε Βάβρ.