Αποτελέσματα για: "Ε"
Βρέθηκαν 6.223 λήμματα [601 - 620]
-
εἰρηνεύω, μέλ. -σω· I. φέρνω σε ειρήνη, συμφιλιώνω, συμβιβάζω, σε Βάβρ. II. αμτβ., διατηρώ την ειρήνη, ζω ειρηνικά, σε Πλάτ., Κ.Δ.
-
εἰρήνη, ἡ, ειρήνη, περίοδος, καιρός ειρήνης, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐπ' εἰρήνης, σε καιρό ειρήνης, σε Ομήρ. Ιλ.· εἰρ. γίγνεται, γίνεται ειρήνη, σε Ηρόδ.· εἰρήνην ποιεῖν ή ποιεῖσθαι, κάνω ειρήνη· εἰρ. ἄγειν, διατηρώ, προστατεύω την ειρήνη, σε Αριστοφ.· λύειν, την σπάζω, την παραβιάζω, σε Δημ. (άγν. προέλ.).
-
εἰρηνικός, -ή, -όν, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ειρήνη, φιλήσυχος, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ. -κῶς, ειρηνικά, σε Ξεν.
-
εἰρηνο-ποιός, ὁ (ποιέω), αυτός που κάνει ειρήνη, σε Ξεν.
-
εἰρηνο-φύλαξ[ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, φρουρός, προστάτης της ειρήνης, σε Ξεν.
-
εἰρίνεος, εἴριον, Ιων. αντί ἐρίνεος, ἔριον.
-
εἱρκτέον, ρημ. επίθ. του εἴργω, αυτό που πρέπει να εμποδιστεί, να αποτραπεί, σε Σοφ.
-
εἱρκτή, Ιων. ἑρκτή, ἡ (εἵργω), εσώκλειστο μέρος, φυλακή, σε Ηρόδ.· επίσης, το εσωτερικό μέρος ενός σπιτιού, τα γυναικεία «διαμερίσματα», σε Ξεν.
-
εἰρο-κόμος, -ον (κομέω), αυτός που επεξεργάζεται μαλλί, σε Ομήρ. Ιλ.
-
εἴρομαι, Ιων. αντί ἔρομαι, ρωτώ· βλ. εἴρω Β.
-
εἰρο-πόκος, -ον, αυτός που είναι σκεπασμένος με μαλλί, τριχωτός, μάλλινος, πυκνόμαλλος, σε Όμηρ.
-
εἶρος, τό, μαλλί προβάτου, σε Ομήρ. Οδ. (από τη √ΕΡ, πρβλ. ἔριον).
-
εἰρο-χᾰρής, -ές (χαίρομαι), αυτός που βρίσκει ευχαρίστηση με το μαλλί, σε Ανθ.
-
εἰρύαται, Ιων. αντί εἴρυνται, γʹ πληθ. παρακ. του ἐρύω.
-
εἰρύω, εἰρύομαι, Επικ. αντί ἐρύω, ἐρύομαι.
-
εἴρω (Α), αόρ. αʹ εἶρα ή ἔρσα, μτχ. Παθ. παρακ. ἐρμένος, Επικ. ἐερμένος· δένω, συνδέω σε σειρές, σε αράδες, περνώ σε σπάγγο ή κλωστή, ἠλέκτροισιν ἐερμένος, περιδέραιο («κολλιέ») στο οποίο έχουν περαστεί χάντρες από κεχριμπάρι, σε Ομήρ. Οδ. (πιθ. √ΣΕΡ, πρβλ. Λατ. ser-o, serui, σειρά).
-
εἴρω (Β), λέω, μιλώ, εκφράζω, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως στη Μέσ., σε Όμηρ.· αλλά στον Ιων. πεζό λόγο, η Μέσ. σημαίνει, προκαλώ, γίνομαι αίτιος να ειπωθεί κάτι για μένα, δηλ. ρωτώ, όπως το Αττ. ἐροῦμαι. (√ϜΕΡ, πρβλ. Λατ. verbum, λόγος, λέξη).
-
εἴρων, -ωνος, ὁ, αυτός που λέει λιγότερα από αυτά που έχει στο μυαλό του, υποκριτής, Λατ. dissimulator, σε Αριστοφ. κ.λπ.
-
εἰρωνεία, ἡ, υποκρισία, δηλ. υποθετική, ψεύτικη, προσποιητή άγνοια, ειρωνεία, σε Πλάτ. κ.λπ.
-
εἰρωνεύομαι, αποθ., υποκρίνομαι, δηλ. προσποιητή, ψεύτικη άγνοια, σε Πλάτ. κ.λπ.· γενικά, προσποιούμαι, προφασίζομαι, σε Αριστοφ.