Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ε"

Βρέθηκαν 6.223 λήμματα [601 - 620]
εἰρηνεύω, μέλ. -σω· I. φέρνω σε ειρήνη, συμφιλιώνω, συμβιβάζω, σε Βάβρ. II. αμτβ., διατηρώ την ειρήνη, ζω ειρηνικά, σε Πλάτ., Κ.Δ.
εἰρήνη, , ειρήνη, περίοδος, καιρός ειρήνης, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐπ' εἰρήνης, σε καιρό ειρήνης, σε Ομήρ. Ιλ.· εἰρ. γίγνεται, γίνεται ειρήνη, σε Ηρόδ.· εἰρήνην ποιεῖν ή ποιεῖσθαι, κάνω ειρήνη· εἰρ. ἄγειν, διατηρώ, προστατεύω την ειρήνη, σε Αριστοφ.· λύειν, την σπάζω, την παραβιάζω, σε Δημ. (άγν. προέλ.).
εἰρηνικός, , -όν, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ειρήνη, φιλήσυχος, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ. -κῶς, ειρηνικά, σε Ξεν.
εἰρηνο-ποιός, (ποιέω), αυτός που κάνει ειρήνη, σε Ξεν.
εἰρηνο-φύλαξ[ῠ], -ᾰκος, , , φρουρός, προστάτης της ειρήνης, σε Ξεν.
εἰρίνεος, εἴριον, Ιων. αντί ἐρίνεος, ἔριον.
εἱρκτέον, ρημ. επίθ. του εἴργω, αυτό που πρέπει να εμποδιστεί, να αποτραπεί, σε Σοφ.
εἱρκτή, Ιων. ἑρκτή, (εἵργω), εσώκλειστο μέρος, φυλακή, σε Ηρόδ.· επίσης, το εσωτερικό μέρος ενός σπιτιού, τα γυναικεία «διαμερίσματα», σε Ξεν.
εἰρο-κόμος, -ον (κομέω), αυτός που επεξεργάζεται μαλλί, σε Ομήρ. Ιλ.
εἴρομαι, Ιων. αντί ἔρομαι, ρωτώ· βλ. εἴρω Β.
εἰρο-πόκος, -ον, αυτός που είναι σκεπασμένος με μαλλί, τριχωτός, μάλλινος, πυκνόμαλλος, σε Όμηρ.
εἶρος, τό, μαλλί προβάτου, σε Ομήρ. Οδ. (από τη √ΕΡ, πρβλ. ἔριον).
εἰρο-χᾰρής, -ές (χαίρομαι), αυτός που βρίσκει ευχαρίστηση με το μαλλί, σε Ανθ.
εἰρύαται, Ιων. αντί εἴρυνται, γʹ πληθ. παρακ. του ἐρύω.
εἰρύω, εἰρύομαι, Επικ. αντί ἐρύω, ἐρύομαι.
εἴρω (Α), αόρ. αʹ εἶρα ή ἔρσα, μτχ. Παθ. παρακ. ἐρμένος, Επικ. ἐερμένος· δένω, συνδέω σε σειρές, σε αράδες, περνώ σε σπάγγο ή κλωστή, ἠλέκτροισιν ἐερμένος, περιδέραιο («κολλιέ») στο οποίο έχουν περαστεί χάντρες από κεχριμπάρι, σε Ομήρ. Οδ. (πιθ.ΣΕΡ, πρβλ. Λατ. ser-o, serui, σειρά).
εἴρω (Β), λέω, μιλώ, εκφράζω, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως στη Μέσ., σε Όμηρ.· αλλά στον Ιων. πεζό λόγο, η Μέσ. σημαίνει, προκαλώ, γίνομαι αίτιος να ειπωθεί κάτι για μένα, δηλ. ρωτώ, όπως το Αττ. ἐροῦμαι. (√ϜΕΡ, πρβλ. Λατ. verbum, λόγος, λέξη).
εἴρων, -ωνος, , αυτός που λέει λιγότερα από αυτά που έχει στο μυαλό του, υποκριτής, Λατ. dissimulator, σε Αριστοφ. κ.λπ.
εἰρωνεία, , υποκρισία, δηλ. υποθετική, ψεύτικη, προσποιητή άγνοια, ειρωνεία, σε Πλάτ. κ.λπ.
εἰρωνεύομαι, αποθ., υποκρίνομαι, δηλ. προσποιητή, ψεύτικη άγνοια, σε Πλάτ. κ.λπ.· γενικά, προσποιούμαι, προφασίζομαι, σε Αριστοφ.