Αποτελέσματα για: "Ε"
Βρέθηκαν 6.223 λήμματα [5981 - 6000]
-
ἐφαάνθη, Επικ. αντί ἐφάνθη, γʹ ενικ. αορ. αʹ του φαίνω.
-
ἔφᾱβος, ἐφᾱβικός, Δωρ. αντί ἐφηβ-.
-
ἐφ-αγιστεύω, μέλ. -σω, εκτελώ, πραγματοποιώ, εκφορά, πραγματοποιώ νεκρικές τελετές πάνω από τάφο, φυλάσσω τα ιερά έθιμα, σε Σοφ.
-
ἐφ-αγνίζω, μέλ. -σω, = το προηγ.· τὰ πάντ' ἐφαγνίσαι, να εκτελέσετε όλες τις νεκρικές τελετές, σε Σοφ.
-
ἔφᾰγον, αόρ. βʹ του ἐσθίω.
-
ἐφαιρέομαι, Παθ., εκλέγομαι ή διορίζομαι ως διάδοχος κάποιου, σε Θουκ.
-
ἐφ-άλλομαι, γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ ἐπ-ᾱλτο (πρβλ. ἀναπάλλω), με μτχ. ἐπ-άλμενος, ἐπι-άλμενος, αποθ., τινάζομαι επάνω, ορμώ εναντίον κάποιου, σε, κάνω επίθεση με ορμή, εφορμώ· με δοτ., Τρώεσσιν ἐπάλμενος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, χωρίς εχθρική σημασία, με γεν., ἐπιάλμενος ἵππων, πηδώντας πάνω στο άρμα, στο ίδ.
-
ἔφ-ᾰλος, -ον (ἅλς), παραλιακός, παράλιος, λέγεται για λιμάνια, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
-
ἐφ-ᾱλόω, Δωρ. αντί ἐφ-ηλόω.
-
ἐφάμαν[φᾰ], Δωρ. αντί ἐφάμην, Μέσ. αορ. βʹ του φημί.
-
ἐφ-άμερος, ἐφ-ᾱμέριος, Δωρ. αντί ἐφ-ήμ-.
-
ἐφ-άμιλλος[ᾰ], -ον (ἅμιλλα), I. ισάξιος, ίσος, όμοιος προς, αντίπαλος, ἐφ. γίγνεσθαι τινι, σε Ξεν. II. Παθ., αυτός που θεωρείται ως αντικείμενο ανταγωνισμού ή διαμάχης, σε Δημ.
-
ἔφᾰν, Αιολ. και Επικ. αντί ἔφασαν, γʹ πληθ. αορ. βʹ του φημί.
-
ἐφ-ανδάνω, μέλ. -αδήσω· Επικ. ἐπι-ανδάνω· αρέσω, φαίνομαι αρεστός, με δοτ., ἐμοὶ δ' ἐπιανδάνει οὕτως, σε Ομήρ. Ιλ.· τοῖσιν δ' ἐπιήνδανε μῦθος, σε Ομήρ. Οδ.
-
ἐφ-άπαξ, επίρρ.: I. άπαξ μόνο, μια φορά μόνο, σε Κ.Δ. κ.λπ. II. αμέσως, παραχρήμα, την ίδια την στιγμή που γίνεται λόγος για κάτι, παρευθύς, στο ίδ.
-
ἐφ-απλόω, μέλ. -ώσω, απλώνω ή αναδιπλώνω, σε Βάβρ.
-
ἐφ-άπτω, Ιων. ἐπ-άπτω, μέλ. -ψω, I. δένω κάτι πάνω σε, κρεμώ, λύουσα ἢ 'φάπτουσα, αν παρέβαινα ή τηρούσα, σε Σοφ.· τοὖργον ὡς ἐφάψειεν τόδε, την εξώθησε σ' αυτό το έργο, στον ίδ. — Παθ., γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. ἐφῆπται, -το, είναι ή ήταν κρεμασμένο πάνω από κάτι, επικρέμαται, επαπειλείται πάνω από, είναι καθορισμένο ως το πεπρωμένο κάποιου, με δοτ. Τρώεσσι κήδε' ἐφῆπται, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. Μέσ., θέτω στην κατοχή μου, γραπώνω, αρπάζω, φθάνω σε, εγγίζω. με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Θέογν., Σοφ. 2. αντιλαμβάνομαι με το μυαλό μου, φθάνω σε, Λατ. assequi, με γεν., σε Πλάτ. 3. σε Πίνδ. επίσης, με δοτ. (όπως τα θιγγάνω, ψαύω), προσηλώνομαι, αφοσιώνομαι. 4. σε Ηρόδ., μτχ. Παθ. παρακ., με γεν., εἴδεος ἐπαμμένος, προικισμένος με μια συγκεκριμένη ομορφιά. 5. ακολουθώ, έρχομαι δεύτερος, σε Θεόκρ.
-
ἐφ-αρμόζω, Αττ. -όττω, Δωρ. -όσδω, μέλ. -αρμόσω, I. 1. αμτβ., προσαρμόζομαι πάνω σε, τοποθετούμαι, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ. 2. είμαι κατάλληλος να προσαρμοστώ σε, τινί, σε Αριστ. II. 1. προσαρμόζω, τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, προβάρω, δοκιμάζω, φορώ, τί τινι, σε Ησίοδ., Θεόκρ. — Μέσ., φορώ πάνω μου, σε Ανθ. 2. συναρμολογώ, τακτοποιώ, ρυθμίζω, σε Ξεν.· πίστιν ἐφαρμόσαι, προσθέτω την πρέπουσα εγγύηση, την κατάλληλη ασφάλεια, σε Σοφ.
-
ἐφαρμοστέον, ρημ. επίθ., πρέπει να προσαρμόσουμε, τί τινι, σε Λουκ.
-
ἐφ-έδρα, Ιων. ἐπ-έδρη, ἡ, παραμονή σε ή μπροστά από τόπο, πολιορκία, αποκλεισμός, Λατ. obsessio, σε Ηρόδ.