Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ε"

Βρέθηκαν 6.223 λήμματα [4881 - 4900]
ἔσηνα, αόρ. αʹ του σαίνω.
ἕσθαι, 1. απαρ. Μέσ. αορ. βʹ του ἵημι. 2. Παθ. παρακ. του ἕννυμι.
ἐσθέω (ἐσθής), ντύνω· χρησιμ. μόνο σε παρακ. και Παθ. υπερσ. ἤσθημαι, Ιων. ἔσθημαι· ντυμένος ή καλυμμένος, τι, με κάτι, ἐσθῆτα ἐσθημένος, σε Ηρόδ.· ῥάκεσι ἐσθημένος, στον ίδ.· ἠσθημένοι πέπλοισι, σε Ευρ.
ἔσθημα, -ατος, τό, ένδυμα, στον πληθ., ρούχα, ενδυμασίες, σε Τραγ., Θουκ. κ.λπ.
ἕσθην, γʹ δυϊκ. Παθ. υπερσ. του ἕννυμι.
ἐσθής, -ῆτος, Δωρ. ἐσθάς, -ᾶτος, (ἕννυμι),· I. ένδυμα, ρούχα, ενδυμασία, αμφίεση, περιβολή, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ., λέγεται για τα ρούχα πολλών ανθρώπων, σε Αισχύλ. II. περιληπτικά, ενδύματα, ρούχα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
ἔσθησις, -εως, (ἐσθέω), ένδυση, ένδυμα, αμφίεση, περιβολή, σε Κ.Δ.
ἐσθίω, παρατ. ἤσθιον, μέλ. ἔδομαι από ἔδω, παρακ. ἐδήδοκα, Επικ. μτχ. ἐδηδώς, υπερσ. ἐδηδόκειν, σε Λουκ.Παθ., παρακ. ἐδήδεσμαι, Επικ. γʹ ενικ. ἐδήδοται· ο αόρ. βʹ συμπληρώνεται από το φαγεῖν· 1. τρώω, Λατ. edo (πρβλ. ἔδω), σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐσθ. τινός, τρώω από κάτι (επιμεριστική γεν.), σε Ξεν — Παθ., οἶκοςἐσθίεται, η περιουσία καταναλώνεται, η περιουσία κατατρώγεται, σε Ομήρ. Οδ. 2. μεταφ., πάντας πῦρ ἐσθίει, η φωτιά αφανίζει, ρημάζει τα πάντα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐσθ. ἑαυτόν, στενοχωριέμαι (όπως το Ομηρ. ὃν θυμὸν κατέδων), σε Αριστοφ.· ἐσθ. τὴν χελύνην, δαγκώνω το χείλος, στον ίδ.
ἐσθλός, , -όν, Δωρ. ἐσλός, , -όν, όπως το ἀγαθός· 1. καλός στο είδος του, αγαθός, γενναίος, ισχυρός, σε Όμηρ., ιδίως, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, πλούσιος, σε Ησίοδ.· ευγενής, αντίθ. προς το κακός (βλ. ἀγαθός I), εἴτ' εὐγενὴς πέφυκας εἴτ' ἐσθλῶν κακή, σε Σοφ. 2. λέγεται για πράγματα, σε Όμηρ. κ.λπ. 3. καλός, ευοίωνος, ευνοϊκός, αίσιος, τυχερός, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ. 4. ως ουσ., ἐσθλά, τά, τα αγαθά, σε Ομήρ. Οδ.· αλλά, ἐσθλόν, τό, καλή τύχη, ευτυχία, σε Όμηρ. 5. ἐσθλόν (ἐστι), με απαρ., είναι καλό να, είναι πρόσφορο να, σε Ομήρ. Ιλ.
ἔσθορον, Επικ. αντί εἰσέθορον, αόρ. βʹ του εἰσθρῴσκω.
ἔσθος, -εος, τό, = ἔσθημα, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
ἔσθ'ὅτε, αντί ἔστιν ὅτε, Λατ. est quum, υπήρχε εποχή κατά την οποία, δηλ. πότε πότε, μερικές φορές, ενίοτε, σε Σοφ., Ξεν.
ἐσ-θρῴσκω, βλ. εἰσ-.
ἔσθω, Επικ. απαρ. ἐσθέμεναι, παρατ. ἦσθον, ποιητ. τύπος του ἐσθίω· τρώω, σε Όμηρ.· καταβροχθίζω, καταναλώνω την περιουσία, στον ίδ.
ἐσῑγάθην[ᾱ], Δωρ. αντί -ήθην, Παθ. αόρ. αʹ του σιγάω.
ἐσῐδεῖν, απαρ. αορ. βʹ του εἰσεῖδον· ἐσιδέσθην, βʹ δυϊκ. Μέσ. αορ. βʹ.
ἐσῑέμενος, μτχ. Μέσ. ενεστ. του εἰσίημι.
ἐσίζηται, γʹ ενικ. υποτ. του εἰσίζομαι.
ἐσικνέομαι, ἐσίπταμαι, βλ. εἰσ-.
ἕσις, -εως, (ἵημι).· 1. άφεση. 2. (ἵεμαι) παρόρμηση, ώθηση, τάση, ροπή, κλίση, ορμή, μόνο σε Πλάτ.· αλλά, το σύνθετο ἔφεσις είναι συνηθέστερο. II. (ἕζω) κάθισμα.