Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ε"

Βρέθηκαν 6.223 λήμματα [4781 - 4800]
ἑρπυστής, -ου, (ἑρπύζω), παιδί που μπουσουλάει, σε Ανθ.
ἕρπω, παρατ. εἷρπον· Δωρ. μέλ. ἑρψῶ· Αττ. αόρ. αʹ εἵρπῠσα, απαρ. ἑρπύσαι (από το ἑρπύζωI. έρπομαι, σέρνομαι, δεν κινούμαι καθόλου, Λατ. serpo, repo, και γενικά, κινούμαι αργά, περπατώ, σε Όμηρ., Τραγ.· επίσης απλώς, πηγαίνω ή έρχομαι, στον ίδ. II. λέγεται για δάκρυ, φεύγω, ρέω, κυλώ από τα μάτια, σε Σοφ.· λέγεται για φήμες, εξαπλώνομαι, διαδίδομαι, όπως το Λατ. serpit rumor, στον ίδ.· ὁ πόλεμος ἑρπέτω, ας πάρει τον δρόμο του, σε Αριστοφ.· λέγεται για συμφορές, σε Σοφ.
ἐρράγην[ᾰ], Παθ. αορ. βʹ του ῥήγνυμι.
ἐρράδᾰται, -ατο, Επικ. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του ῥαίνω.
ἔρραμμαι, Παθ. παρακ. του ῥάπτω.
ἐρράπισα, αόρ. αʹ του ῥαπίζω .
ἐρρήθην, Παθ. αόρ. αʹ του ἐρῶ.
ἔρρηξα, αόρ. αʹ του ῥήγνυμι.
ἔρρῑγα, παρακ. με Ενεστ. σημασία του ῥιγέω· ἐρρίγησα, αόρ. αʹ.
ἐρρίζωμαι, Παθ. παρακ. του ῥιζόω.
ἔρριμμαι, Παθ. παρακ. του ῥίπτω· ἔρριψα, αόρ. αʹ.
ἐρρύηκα, παρακ. του ῥέω· ἐρρύην, Παθ. αόρ. βʹ.
ἔρρω, μέλ. ἐρρήσω, αόρ. αʹ ἤρρησα, παρακ. ἤρρηκα· I. κινούμαι βραδέως και με δυσκολία, περιπλανώμαι, περιφέρομαι, σέρνομαι, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για αργό, συρτό βάδισμα, από όπου ο Ήφαιστος ονομάζεται ἔρρων, χωλός, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. πηγαίνω ή κατέρχομαι για να αφανίσω ή να βλάψω κάποιον, στο ίδ.· ἔρρων ἐκ. ναός, χάθηκε, έπεσε από το καράβι, σε Αισχύλ. 2. προστ. ἔρρε, Λατ. abi in malam rem, χάσου! τσακίσου! φύγε!, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ομοίως, ἔρροις, σε Ευρ.· στον πληθ., ἔρρετε, σε Ομήρ. Ιλ.· και στο γʹ ενικ. ἐρρέτω, χάσου από εδώ!, σε Όμηρ.· ἐρρέτω Ἴλιον, αλώθηκε, έπεσε η Τροία! σε Σοφ.· ἔρρ' ἐς κόρακας, Λατ. pasce corvos, πήγαινε να πνιγείς! χάσου!, σε Αριστοφ.· ομοίως, οὐκ ἐρρήσετε· οὐκ ἐς κόρακος ἐρρήσετε, στον ίδ. 3. στην Αττ., λέγεται για πρόσωπα και πράγματα, χάνομαι, εξαφανίζομαι, καταστρέφομαι, σε Τραγ.· ἐξ οἵων καλῶν ἔρρεις, από ποια ευτυχία έχεις εσύ καταπέσει, σε Ευρ.· ἔρρει τὰ ἐμὰ πράγματα, Λατ. actum est de me!, σε Ξεν.
ἔρρωγα, αμτβ. παρακ. του ῥήγνυμι.
ἐρρωμένος, , -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του ῥώννυμι, χρησιμ. ως επίθ., αυτός που βρίσκεται σε καλή σωματική κατάσταση, δυνατός, σφριγηλός, ρωμαλέος, εύρωστος, αντίθ. προς το ἄρρωστος, σε Πλάτ., Δημ.· ανώμ. συγκρ., ἐρρωμενέστερος, σε Ηρόδ., Ξεν.· υπερθ. -έστατος, σε Πλάτ.· επίρρ. ἐρρωμένως, με αποφασιστικότητα, ανδροπρεπώς, έντονα, με θράσος, σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.
ἐρρώμην, βλ. ῥώννυμι.
ἐρρώοντο, γʹ πληθ. παρατ. του ῥώομαι· ἐρρώσαντο, αόρ. αʹ· ἐρρώσθην, Παθ. αόρ. αʹ.
ἐρρῶσθαι, απαρ. Παθ. παρακ. του ῥώννυμι· ἔρρωσο, ἔρρωσθε, βʹ ενικ. και πληθ. προστ.
ἕρση, Επικ. ἐέρση, Δωρ. ἕρσα, , I. δροσιά, Λατ. ros, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., οι σταγόνες της βροχής, σε Ομήρ. Ιλ. II. μεταφ., λέγεται για νεαρής ηλικίας ζώα με τρυφερό κρέας, σε Ομήρ. Οδ.· πρβλ. δρόσος.
ἑρσήεις, Επικ. ἐερσ-, -εσσα, -εν, δροσοσκέπαστος, δροσερός, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., λέγεται για πτώμα, νέος, πρόσφατος, στο ίδ.