Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ε"

Βρέθηκαν 6.223 λήμματα [4761 - 4780]
Ἑρμίδιον, [ῑ], τό, υποκορ. του Ἑρμῆς, μικρό άγαλμα Ερμή, σε Αριστοφ.
ἑρμίς ή -ίν, -ῖνος, , δοτ. πληθ. ἑρμῖσι, πόδι κρεβατιού, σε Ομήρ. Οδ.
ἑρμογλῠφεῖον, τό, εργαστήριο γλυπτικής, σε Πλάτ.
ἑρμο-γλῠφεύς, -έως, , γλύπτης των Ερμών· γενικά, γλύπτης, αγαλματοποιός, σε Λουκ.
ἑρμογλῠφικός, , -όν, κατάλληλος για γλυπτική· ἡ -κή (ενν. τέχνη), η τέχνη της γλυπτικής, σε Λουκ.
ἑρμο-γλύφος, , = ἑρμογλυφεύς, σε Λουκ.
ἑρμο-κοπίδης, -ου, (κόπτω), αυτός που καταστρέφει τις Ερμές, σε Πλούτ.
ἔρνος, -εος, τό, I. νεαρό βλαστάρι, γόνος, σε Όμηρ.· ἀνέδραμεν ἔρνεϊ ἶσος, ξεπετάχθηκε σαν νεαρό φυτό, σε Ομήρ. Ιλ. II. μεταφ., λέγεται για απόγονο, γόνο, σε Τραγ.
ἔρξα, Επικ. αντί εἶρξα, αόρ. αʹ του ἔργω, εἴργω· επίσης του ἔρδω.
Ἐρξείης ή Ἐρξίης, , στον Ηρόδ., ως μετάφραση, απόδοση του περσικού ονόματος Δαρείος (είτε από το *ἔργω, ἔρδω, εργάτης, δράστης· ή από το ἔργω, εἵργω, Λατ. coercitor).
ἔρξω, εἶρξω, μέλ. του ἔργω, εἴργω· επίσης, ἔρξω, μέλ. του ἔρδω.
ἐρόεις, -εσσα, -εν (ἔρος), ποιητ., θελκτικός, γοητευτικός, εράσμιος, αγαπητός, σε Ησίοδ. κ.λπ.
ἔρομαι, βʹ ενικ. ἔρεαι· Ιων. και Επικ. εἴρομαι, = ἐρωτάω· παρατ. εἰρόμην, μέλ. ἐρήσομαι, Ιων. εἰρήσομαι· αόρ. βʹ ἠρόμην, προστ. ἐροῦ, απαρ. ἐρέσθαι (όχι ἔρεσθαι)· επίσης Επικ. ενεστ. ἐρέομαι, υποτ. ἐρέωμαι, απαρ. ἐρεέσθαι, παρατ. ἐρέοντο· 1. ρωτώ, ζητώ πληροφορίες, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. 2. με αιτ. αντικ., ρωτώ που είναι, που βρίσκεται κάτι, μαθαίνω μέσω έρευνας, σε Ομήρ. Οδ.· ρωτώ για κάτι ή γιατί, σε Ομήρ. Ιλ. 3. με αιτ. προσ., ρωτώ, ερευνώ, εξετάζω, στον ίδ., Ηρόδ. 4. με διπλή αιτ., ρωτώ κάποιον για κάτι, σε Ομήρ. Οδ.
ἔρος, , αιτ. ἔρον, δοτ. ἔρῳ, ποιητ. τύπος του ἔρως (πρβλ. γέλως), I. αγάπη, έρωτας, επιθυμία, σε Όμηρ. κ.λπ. II. ως κύριο όνομα, Έρως, θεός του Έρωτα, σε Ησίοδ.
ἔρος, τό, μαλλί, απαντά μόνο στην Ιων. ως εἶρος.
ἔροτις, , Αιολ. αντί ἑορτή, σε Ευρ.
ἑρπετόν, τό (ἕρπω),· I. ζώο που περπατά στα τέσσερα πόδια, τετράποδο, σε Ομήρ. Οδ.· ἑρπετά, αντίθ. προς το πετεινά, στον Ηρόδ. II. σπονδυλωτό ζώο που έρπει, ερπετό, σε Ευρ. κ.λπ.
ἑρπηστής, -οῦ, , = ἑρπετόν, λέγεται για ποντίκι, σε Ανθ. 2. επίθ., συρόμενος με την κοιλιά, στον ίδ.
ἑρπύζω, χρησιμ. στον Όμηρ. σε ενεστ. (πρβλ. ἕρπω),· έρπομαι, σέρνομαι με την κοιλιά, λέγεται για ανθρώπους καταπονημένους από την ηλικία ή τα βάσανα.
ἕρπυλλοςὁ και , αναρριχητικός θάμνος, θυμάρι, χαμορίγανη, Λατ. serpyllum, σε Αριστοφ., Θεόκρ.