Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ε"

Βρέθηκαν 6.223 λήμματα [4161 - 4180]
ἐπι-σταθμάομαι, αποθ., ζυγίζω καλά, εξετάζω, σταθμίζω προσεκτικά, σε Αισχύλ.
ἐπι-σταθμεύω, μέλ. -σω (σταθμόςI. στρατωνίζω, καταλύω, σε Πλούτ. II. Παθ., καθορίζομαι, ορίζομαι, προσδιορίζομαι ως κατάλυμα, στον ίδ.
ἐπισταθμία, , υποχρέωση παροχής καταλύματος σε κάποιον, σε Πλούτ.
ἐπί-σταθμος, -ον, αυτός που βρίσκεται στην πόρτα, σε Ανθ.
ἐπι-στᾰλάζω, μέλ. -ξω, στάζω επάνω σε κάτι, τί τινι, σε Λουκ.
ἐπι-σταλάω, πέφτω σε σταγόνες επάνω σε, με αιτ., σε Ανθ.
ἐπίσταλμα, -ατος, τό (ἐπιστέλλω), εντολή, παραγγελία, σε Θεόφρ.
ἐπ-ίσταμαι, βʹ πρόσ. -ασαι, επίσης ἐπίστᾳ, ἐπίστῃ, Ιων. ἐπίστεαι· προστ. ἐπίστασο, Ιων. ἐπίσταο, συνηρ. ἐπίστω· υποτ. ἐπίστωμαι, Ιων. -έωμαι· παρατ. ἠπιστάμην, -ασο, -ατο, Ιων. ἐπίστατο, Ιων. γʹ πληθ. ἠπιστέατο ή ἐπιστέατο· μέλ. ἐπιστήσομαι· αόρ. αʹ ἠπιστήθην (πιθ. ἐφ-ίσταμαι), αποθ.: I. 1. με απαρ., ξέρω πως να κάνω κάτι, μπορώ να κάνω, είμαι ικανός να πράξω, σε Όμηρ., Αττ. 2. είμαι βέβαιος ή πιστεύω ότι κάτι είναι έτσι, σε Ηρόδ. II. 1. με αιτ., καταλαβαίνω ένα ζήτημα, γνωρίζω, είμαι έμπειρος σε κάτι ή το γνωρίζω καλά, σε Όμηρ. κ.λπ.· μετά τον Όμηρ., γνωρίζω κάτι ως γεγονός, γνωρίζω με βεβαιότητα, γνωρίζω καλά, σε Ηρόδ., Αττ. 2. σπάνια, γνωρίζω κάποιον, σε Ευρ. III. με μτχ., γνωρίζω ότι κάποιος είναι, έχει κ.λπ., σε Ηρόδ., Αττ. IV.μτχ. ενεστ. ἐπιστάμενος, , -ον, χρησιμ. επίσης, συχνά, ως επίθ., μορφωμένος, πληροφορημένος, ειδήμων, κατανοών, ευφυής, ικανός, επιδέξιος, σε Όμηρ.· με γεν., έμπειρος ή πεπειραμένος σε κάτι, στον ίδ.· επίρρ. ἐπιστᾰμένως, με επιδεξιότητα, με εμπειρία, συνετά, φρόνιμα, στον ίδ., σε Ησίοδ.
ἐπι-στάς, Παθ. αόρ. βʹ του ἐφίστημι.
ἐπιστᾰσία, Ιων. -ίη, (ἐπιστῆναι), εξουσία, διοίκηση, κυριαρχία, διακυβέρνηση, σε Πλούτ.
ἐπιστάσιοςΖεύς, , Ρωμ. Jupiter Stator, σε Πλούτ. (από το ἐφίστημι, αυτός που κάνει κάποιον να σταθεί, να κρατηθεί, να μείνει ακίνητος).
ἐπίστᾰσις, -εως, (ἐπιστῆναι), 1. σταμάτημα, δισταγμός, κόμπιασμα, επίσχεση, σε Ξεν.· φροντίδων ἐπιστάσεις, στασιμότητα συλλογισμών, ανήσυχοι συλλογισμοί, σε Σοφ. 2. προσοχή, παρατήρηση, επίβλεψη, φροντίδα, επιμέλεια, μέριμνα, ανησυχία, φόβος, αγωνία, σε Κ.Δ. 3. εποπτεία, επιστασία, επιτήρηση, επίβλεψη, έλεγχος εργασιών, σε Ξεν.
ἐπιστᾰτέω, μέλ. -ήσω (ἐπιστάτηςI. 1. είμαι επιστάτης, επόπτης, με δοτ., σε Σοφ., Πλάτ.· επίσης, παραμένω στο πλευρό, παίρνω το μέρος κάποιου, συμπαραστέκομαι, στηρίζω, βοηθώ, υποβοηθώ, υποστηρίζω, ενισχύω, σε Αισχύλ. 2. με γεν., έχω την εποπτεία, έχω την φροντίδα, σε Ηρόδ., Ξεν. II. στην Αθήνα, είμαι Ἐπιστάτης ή πρόεδρος της βουλῆς και της ἐκκλησίας, σε Θουκ. κ.λπ.
ἐπιστάτης, -ου, (ἐφίσταμαι),· I. 1. αυτός που στέκεται πλησίον, που είναι δίπλα, επαίτης, ικέτης, σε Ομήρ. Οδ. 2. αυτός που βρίσκεται σε παράταξη μάχης, πίσω από κάποιον ή στο τέλος της παράταξης ως οπισθοφυλακή (όπως είναι ο παραστάτης, που στέκεται δεξιά ή αριστερά, και απ' την άλλη ο προστάτης, αυτός που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή), σε Ξεν. II. 1. αυτός που στέκεται επάνω σε, αναβάτης άρματος, με γεν., σε Σοφ., Ευρ. 2. αυτός που έχει οριστεί να επιστατεί, αρχηγός, διοικητής, σε Τραγ.· ἐπιστ. Κολωνοῦ, λέγεται για πολιούχο θεό, σε Σοφ.· ἐπ. ἄθλων, πρόεδρος, επιμελητής αγώνων, εκπαιδευτής, παιδαγωγός, παιδονόμος, σε Ξεν. III. 1. στην Αθήνα, ο πρόεδρος των πρυτάνεων της βουλῆς και της ἐκκλησίας, σε Αισχίν., Δημ. 2. επόπτης, επιτηρητής, επιστάτης, ελεγκτής, υπεύθυνος δημοσίων έργων, στον ίδ. IV. χάλκινος τρίποδας που στεκόταν πάνω από τη φωτιά για το ζεστό λουτρό, σε Αριστοφ.
ἐπιστᾰτητέον, ρημ. επίθ. του ἐπιστατέω, αυτό που πρέπει να εποπτευθεί, να ελεγχθεί, να επιτηρηθεί, με δοτ., σε Πλάτ.· με γεν., σε Ξεν.
ἐπιστέαται, Ιων. αντί ἐπίστανται, γʹ πληθ. του ἐπίσταμαι.
ἐπι-στείβω, μέλ. -ψω, πατώ επάνω, στέκομαι επάνω, με αιτ., σε Σοφ.
ἐπι-στείχω, μέλ. -ξω, πλησιάζω, με αιτ., σε Αισχύλ.
ἐπι-στέλλω, μέλ. -στελῶ, 1. στέλνω προς, στέλνω μήνυμα, διαβιβάζω ως μήνυμα, παραγγελία, δίνω άγγελμα ή στέλνω παραγγελία με επιστολή, σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., στέλνω αγγελία, γράφω, παραγγέλλω, σε Ευρ., Θουκ. 2. παραγγέλλω, διατάζω, τινί τι, στον ίδ.· τινά τι, σε Ξεν.· επίσης, ἐπ. τινὶ ή τινὰ ποιεῖν τι, σε Σοφ., Ξεν.· ομοίως, στην Παθ., ἐπέσταλτό οἱ..., με απαρ., έλαβε διαταγές, διετάχθη να κάνει, σε Ηρόδ.· ἐπέσταλταί τί τινι, ένα ζήτημα έχει ανατεθεί σε κάποιον, σε Αισχύλ.· τὰ ἐπεσταλμένα, οι διαταγές που έχουν δοθεί, στον ίδ. 3. παραγγέλλω με διαθήκη, σε Ξεν.
ἐπι-στενάζω, μέλ. -άξω, στενάζω επάνω σε, τινί, σε Αισχύλ.