Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ε"

Βρέθηκαν 6.223 λήμματα [381 - 400]
ἐθείρω, άπαξ στον Όμηρ., καλλιεργώ, περιποιούμαι χωράφι (άγν. προέλ.).
ἐθελημός, -όν (ἐθέλω), εκούσιος, πρόθυμος, εθελούσιος, σε Ησίοδ.
ἐθέλῃσθα, Επικ. αντί ἐθέλῃς, βʹ ενικ. υποτ. του ἔθελω.
ἐθελοδουλεία, , εκούσια δουλεία, σε Πλάτ.
ἐθελό-δουλος, -ον, αυτός που γίνεται δούλος με τη θέλησή του, σε Πλάτ.
ἐθελο-θρησκεία, , ανεξιθρησκεία, ελεύθερη επιλογή λατρείας, σε Κ.Δ.
ἐθελοκᾰκέω, μέλ. -ήσω, είμαι χαλαρός στα καθήκοντά μου, προσποιούμαι επιτηδευμένα τον δειλό, σε Ηρόδ.
ἐθελό-κᾰκος, -ον, αυτός που επιδιώκει να είναι κακός ή δειλός.
ἐθελοντηδόν (ἐθέλω), επίρρ., εκούσια, σε Θουκ.
ἐθελοντήν (ἐθέλω), επίρρ., εθελούσια, εκούσια, σε Ηρόδ.
ἐθελοντήρ, -ῆρος, (ἐθέλω), αυτός που προσφέρεται εκούσια να κάνει κάτι, σε Ομήρ. Οδ.
ἐθελοντής, -οῦ, , μεταγεν. τύπος του προηγ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
ἐθελοντί, επίρρ., = ἐθελοντηδόν, σε Θουκ.
ἐθελό-πονος, -ον, πρόθυμος για εργασία, σε Ξεν.
ἐθελο-πρόξενος, -ον, αυτός που εκούσια (από μόνος του) προσφέρεται για το αξίωμα του προξένου (βλ. αυτ.), σε Θουκ.
ἐθελ-ουργός, -όν (*ἔργω), πρόθυμος για εργασία, σε Ξεν.
ἐθελούσιος, , -ον (ἐθέλω), I. εκούσιος, σε Ξεν. II. λέγεται για αντικείμενα, προαιρετικός, αντικείμενο ελεύθερης βούλησης ή επιλογής, στον ίδ.
ἐθέλχθην, Παθ. αόρ. αʹ του θέλγω.
ἐθέλω ή θέλω, Επικ. υποτ. ἐθέλωμι, παρατ. ἤθελον, Επικ. επίσης ἔθελον, Ιων. ἐθέλεσκονἐθελήσω και θελήσω, αόρ. αʹ ἠθέλησα, Επικ. ἐθέλησα, παρακ. ἠθέληκα· I. 1. θέλω, εύχομαι, επιθυμώ, επιδιώκω· με αιτ. και απαρ., εύχομαι να..., με απαρ., εύχομαι να γίνει, σε Όμηρ., Αττ.· με αιτ., το απαρ. παραλείπεται, τί θέλων (ενν. πρᾶξαι), σε Αισχύλ. 2. μαζί με άρνηση ισοδυναμεί σχεδόν με το δύναμαι, μίμνειν οὐκ ἐθέλεσκον, δεν ήθελαν να αντισταθούν, δηλ. δεν μπορούσαν, ήταν ανήμποροι, σε Ομήρ. Ιλ. II. λέγεται για πράγματα, 1. ομοίως προς το μέλλω, απλώς για τη δήλωση ενός μελλοντικοῦ γεγονότος, εἰθελήσει ἀναβῆναι ἡ τυραννίς, εάν η μοναρχία θα επανέλθει, επιστρέψει, σε Ηρόδ. 2. είμαι συνηθισμένος, εξοικειωμένος, με απαρ., στον ίδ., Θουκ. 3. εννοώ, σημαίνω, τί ἐθέλει τὸ ἔπος; Λατ. quid sibi vult? Γαλλικά que veut-il dire? σε Ηρόδ. κ.λπ.
ἕθεν, ποιητ. γεν. αντί ἕο, οὗ· αυτού, αυτής, από αυτόν, από αυτήν.