Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ε"

Βρέθηκαν 6.223 λήμματα [1741 - 1760]
ἔμ-μαλλος, -ον (ἐν), μάλλινος, χνουδάτος, μαλλιαρός, χνουδωτός, σε Λουκ.
ἐμ-μᾰνής, -ές (ἐνμανίᾳὤν), παράφρων, τρελός, μαινόμενος, μανιώδης, αυτός που παραληρεί, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
ἐμ-μᾰπέως, επίρρ., γρήγορα, ταχέως, πάραυτα, βιαστικά, εσπευσμένα, στα γρήγορα, σε Όμηρ. (πιθ. από τα μαπέειν, μάρπτω, αρπάζω, πιάνω, δράττομαι με προθυμία).
ἐμ-μάττομαι, αποθ., ζυμώνω μέσα, εντυπώνω μέσα, σε Αριστοφ.
ἐμ-μάχομαι[ᾰ], (ἐν), αποθ., πολεμώ μέσα σε κάτι, σε Ηρόδ.
ἐμ-μειδιάω, μέλ. -άσω [ᾱ], (ἐν), γελώ ή χαμογελώ για κάτι, σε Ξεν.
ἐμμέλεια, (ἐμμελής), αρμονία μουσική ή ομιλίας· μεγαλοπρεπής τραγική όρχηση, σε Πλάτ.· το μέλος, η μελωδία αυτής της όρχησης, σε Ηρόδ.
ἐμ-μελετάω, μέλ. -ήσω (ἐν), γυμνάζω ή ασκώ κάποιον σε κάτι, σε Πλάτ.
ἐμμελέτημα, -ατος, τό, γύμνασμα, άσκηση, σε Ανθ.
ἐμ-μελής, -ές (ἐν, μέλος),· I. αυτός που ηχεί, ακούγεται ομοιόμορφα, σε συμφωνία, ως προς το ρυθμό ή το διάστημα, αρμονικός, μελωδικός, εύρυθμος, σύμμετρος, σε Πλούτ. II. μεταφ. λέγεται για πρόσωπα, σε συμφωνία, σε ρυθμό ή σε ομοφωνία, αρμόδιος, κατάλληλος, ενδεδειγμένος, χρήσιμος, σε Πλάτ.· χαριτωμένος, κομψός, στον ίδ. III. επίρρ. -λῶς, Ιων. -έως, ομοφώνως, καταλλήλως, όπως αρμόζει, σε Σιμων., Πλάτ.
ἐμ-μεμαώς, -υῖα, -ός (ἐν, *μάω), σε βιασύνη, ένθερμος, ανυπόμονος, φλογερός, παθιασμένος, βιαστικός, φουριόζος, λέγεται για πρόσωπα, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐμ-μέμονα (ἐν), είμαι κυριευμένος από πάθος, σε Σοφ.
ἔμμεν, ἔμμεναι, Επικ. αντί εἶναι, απαρ. του εἰμί (sum).
ἐμμενής, -ές, σταθερός· ουδ., ἐμμενές ως επίρρ., ἐμμενὲς αἰεί, συνεχώς, αδιαλείπτως, διαρκώς, σε Όμηρ.· ομοίως και ἐμμενέως, σε Ησίοδ.
ἐμ-μένω, μέλ. -μενῶ (ἐν1. διαμένω σε ένα μέρος, σε Θουκ. 2. παραμένω, είμαι σε ετοιμότητα ή αναμονή, μένω σταθερός, μένω πιστός στο λόγο ή στον όρκο μου κ.λπ., με δοτ., σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, ἐμμ. ἐν σπονδαῖς, σε Θουκ.· απόλ., παραμένω σταθερός, πιστός, σε Ευρ. 3. λέγεται για πράγματα, παραμένω σταθερός, κρατιέμαι δυνατά, συγκρατιέμαι, στερεώνομαι, διατηρούμαι, εξακολουθώ, σε Αισχύλ. κ.λπ.
ἐμμετρία, , αρμόζον ή κατάλληλο μέτρο, αναλογία, συμμετρία, σε Πλάτ.
ἔμ-μετρος, -ον (ἐν, μέτρον), I. αυτός που βρίσκεται εντός μέτρου, σύμμετρος, ανάλογος, κατάλληλος, μετριοπαθής, σε Πλάτ. II. μετρικός, στιχηρός, στον ίδ.
ἐμμετρότης, -ητος, , αναλογία, συμμετρία, σε Αρισταίν.
ἔμ-μηνος, -ον (ἐν, μήν), αυτός που διαρκεί ένα μήνα, αυτός που τελειώνει ή πληρώνεται κάθε μήνα, ο μηνιαίος, σε Σοφ., Θεόκρ.
ἔμ-μητρος, -ον (ἐν, μήτρα), αυτός που έχει ψίχα μέσα του (λέγεται για δέντρο ή ξύλο), σε Θεόκρ.