Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ε"

Βρέθηκαν 6.223 λήμματα [1681 - 1700]
ἐμαυτοῦ, ἐμαυτῆς, Ιων. ἐμεωυτοῦἐμωυτοῦ), -ῆς· αυτοπαθ. αντων. αʹ προσ., του εαυτού μου, εμού του ιδίου· χρησιμ. μόνο σε γεν., δοτ. και αιτ. ενικ., σε Όμηρ. κ.λπ.
ἔμβᾱ, Αττ. αντί ἔμβηθι, προστ. αορ. βʹ του ἐμβαίνω.
ἐμβάδιον[ᾰ], τό, υποκορ. του ἐμβάς, σε Αριστοφ.
ἐμβᾰδόν, επίρρ. (ἐμβαίνω), πεζή, περπατώντας, απ' την ξηρά, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐμ-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, παρακ. -βέβηκα, ομηρ. μτχ. βεβαώς, αόρ. βʹ ἐνέβην, Επικ. γʹ ενικ. ἔμβη, δυϊκ. ἔμβητον (ἐνI. 1. εισέρχομαι, μπαίνω, μή τις ἐμβήῃ, δεν αφήνω κανέναν να διεισδύσει, τον εμποδίζω (να αναμειχθεί), σε Ομήρ. Ιλ. 2. προχωρώ μπροστά, προχωρώ, τρέχω γρήγορα, ἔμβητον, λέει στα άλογά του ο Αντίλοχος, στο ίδ.· ἔμβα, εμπρός, προχώρα, σε Ευρ. 3. εισέρχομαι σε πλοίο, επιβιβάζομαι, μπαίνω, μπαρκάρω, σε Όμηρ. κ.λπ.· παρακ., έχω ιππεύσει, έχω καβαλικεύει, ἐμβεβαὼς ἵπποισι, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με αιτ., Ἴλιον ἐμβεβώς, σε Ευρ. 4. πατώ πάνω σε κάτι, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. 5. αναλαμβάνω, αρχίζω, επιχειρώ, εἰς κίνδυνον, σε Ξεν.· με αιτ., ἐμβ. κέλευθον, σε Ευρ., Πλάτ. 6. σπανίως με γεν., πατώ πάνω σε κάτι, γῆς ὅρων, σε Σοφ. 7. στους Ποιητές, με αιτ. του μέσου της κίνησης (πρβλ. βαίνω II. 3), ἐμβήσει (βʹ ενικ.) πόδα, σε Ευρ. II. Μτβ. σε αόρ. αʹ ἐνέβησα, παρεμβαίνω, διακόπτω, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· ἐμβῆσαί τινα εἰς φροντίδα, βάζω κάποιον σε έγνοιες, τον κάνω να ανησυχεί, σε Ηρόδ.
ἐμ-βάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, παρακ. -βέβληκα, αόρ. βʹ ἐνέβᾰλον (ἐνI. 1. ρίχνω, ρίχνω μέσα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἐμβ. τινὰ εἰς τὸ δεσμωτήριον, ρίχνω κάποιον μέσα στη φυλακή, σε Δημ.· ἔμβαλλε χεῖρα δεξιάν, ως σημάδι, εγγύηση καλής πίστης, σε Σοφ. 2. ἐμβ. τινί τι θυμῷ, βάζω κάτι μέσα στο μυαλό κάποιου, σε Όμηρ.· ομοίως και ἐμβ. ἵμερον, μένος τινί, στον ίδ.· βουλὴν ἐμβ. περί τινος, δίνω συμβουλή σε κάποιον για κάτι, συμβουλεύω, σε Ξεν. 3. ρίχνω προς, πάνω ή εναντίον κάποιου, επιρίπτω, νηῒ κεραυνόν, σε Ομήρ. Οδ.· ἐμβ. πληγάς, καταφέρνω, επιφέρω χτυπήματα, σε Ξεν.· ἐμβ. πῦρ, το χρησιμοποιώ, σε Θουκ.· μεταφ., ἐμβ. φόβον τινί, προξενώ φόβο σε κάποιον, Λατ. incutere timorem, σε Ηρόδ. II. 1. α) αμτβ. (ενν. στρατόν), πραγματοποιώ επιδρομή ή εισβολή, εισβάλλω, εφορμώ, στον ίδ. β) γενικά, συντρίβω, παραβιάζω, ξεσπώ, εκρήγνυμαι, ορμώ, εισορμώ, σε Αισχίν.· ἐμβάλωμεν εἰς ἄλλον λόγον, σε Ευρ. 2. χτυπώ, πλήττω, προσβάλλω πλοίο με το έμβολο, εξαπολύω επίθεση ή το εμβολίζω, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. 3. κώπῃ ἐμβάλλειν (ενν. χεῖρας), τοποθετούμαι στο κουπί, Λατ. incumbere remis, σε Ομήρ. Οδ.· και το ἐμβάλλειν μόνο του, τραβώ κουπί δυνατά, σε Αριστοφ. 4. λέγεται για ποταμό, αδειάζω, χύνομαι, εκβάλλομαι, σε Πλάτ. III. 1. Μέσ., πετώ κάτι που ανήκει σε άλλον, σε Δημ. 2. μεταφ., ἐμβάλλεσθαί τι θυμῷ, το βάζω στο μυαλό του, το λαμβάνω υπ' όψιν, σε Ομήρ. Ιλ. 3. με γεν., ἐμβάλλεσθε τῶν λαγῴων, ριχτείτε πάνω στο κρέας του λαγού, σε Αριστοφ. IV. Παθ., λέγεται για πλοία, εξαπολύω επίθεση, σε Θουκ.
ἔμβαμμα, -ατος, τό (ἐμβάπτω), σάλτσα, ζωμός, σε Ξεν.
ἐμβαπτίζω, = το επόμ., σε Πλούτ.
ἐμ-βάπτω, μέλ. -ψω (ἐν), βουτώ μέσα, βυθίζω, σε Αριστοφ.
ἐμβάς, -άδος, (ἐμβαίνω), τσαρούχι, τσόκαρο, ξυλοπάπουτσο, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
ἐμβάς, μτχ. αορ. βʹ του ἐμβαίνω.
ἐμ-βᾰσῐλεύω, μέλ. -σω (ἐν), βασιλεύω σε έναν τόπο ή είμαι βασιλιάς μεταξύ άλλων βασιλέων, με δοτ., σε Όμηρ.
ἔμβᾰσις, -εως, (ἐμβαίνω),· 1. μέρος στο οποίο κάποιος προχωρά, βηματίζει, επιβαίνει, ἔμβασις ποδός, δηλ. το παπούτσι, σε Αισχύλ. 2. πόδι, οπλή, νύχι (αλόγου), σε Ευρ. 3. λουτρό, σε Ανθ.
ἐμβᾰσί-χυτρος, , αυτός που μπαίνει στη χύτρα, στην κατσαρόλα, όνομα ποντικού, σε Βατραχομ.
ἐμ-βᾰτεύω, μέλ. -σω (ἐμβάτηςI. εισέρχομαι, μπαίνω ή πατώ μέσα, συχνάζω σε ένα μέρος, το στοιχειώνω, με αιτ., λέγεται για προστάτες θεούς, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με γεν. απλώς, βάζω το πόδι μου επάνω, σε Σοφ. II. ἐμβατ. κλήρους, λαμβάνω, τους ακοπτώ, σε Ευρ.· ομοίως και, ἐμβ. εἴς τι, σε Δημ.
ἐμβᾰτήριος, -ον (ἐμβαίνω), αυτός που ταιριάζει στην προέλαση, που συνοδεύει την πορεία· ἐμβ. παιάν, είδος πολεμικής όρχησης, εμβατήριο, σε Πλούτ.
ἐμβάτης[ᾰ], -ου, (ἐμβαίνω), μποτάκι από τσόχα, σε Ξεν.
ἐμβάφιον, τό (ἐμβάπτω), ρηχό αγγείο, σκεύος για σάλτσες ή ζωμούς, σε Ηρόδ.
ἐμβέβᾰα, Επικ. παρακ. του ἐμβαίνωἐμβέβᾰσαν, γʹ πληθ. υπερσ.
ἔμβη, Επικ. αντί ἐνέβη, γʹ ενικ. αορ. βʹ του ἐμβαίνω· ἔμβητον, γʹ δυϊκ.· ἐμβήῃ αντί ἐμβῇ, γʹ ενικ. υποτ.