Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ε"

Βρέθηκαν 6.223 λήμματα [1441 - 1460]
ἐκ-χορεύω, μέλ. -σω, αλαλάζω — Μέσ., μεταπηδώ, σε Ευρ.
ἐκ-χράω, μέλ. χρήσω, αόρ. βʹ ἐξέχρην· I. χρησμοδοτώ, διακηρύσσω, ανακοινώνω, σε Σοφ. II. αρκώ, επαρκώ, σε Ηρόδ.· απρόσ. όπως το ἀποχρᾷ, με απαρ., κῶς βασιλέϊ ἐκχρήσει; με ποιο τρόπο θα τον ικανοποιήσει; πώς θα τον ευχαριστηθεί; στον ίδ.
ἐκ-χρηματίζομαι, αποθ., αποσπώ χρήματα, εισπράττω εισφορές, φορολογώ, τινα, σε Θουκ.
ἐκχύμενος[ῠ], μτχ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του ἐκχέω.
ἐκχύτης[ῠ], -ου, (ἐκχέω), άσωτος, αυτός που διασπαθίζει, σπαταλά, κατατρώγει, σε Λουκ.
ἔκχῠτο, γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του ἐκχέω.
ἔκχῠτος, -ον (ἐκχέω), αυτός που έχει ξεχυθεί, απεριόριστος, σκορπισμένος, ακράτητος, σε Ανθ.
ἐκ-χώννῠμαι, παρακ. -κέχωσμαι, αόρ. αʹ ἐξεχώσθηνΠαθ., υψώνομαι πάνω σε ανάχωμα ή γήλοφο μέσω της συσώρευσης χώματος, σε Ηρόδ.
ἐκ-χωρέω, μέλ. -ήσω· 1. βγαίνω έξω και απομακρύνομαι, αναχωρώ, μεταναστεύω, σε Ηρόδ. 2. διαφεύγω, ξεφεύγω, εκτοπίζομαι από τη θέση μου, ἐξεχώρησεν ἐξ ἄρθρων, εκτοπίστηκε, εξαρθρώθηκε, στον ίδ. 3. δίνω βήμα, εκχωρώ, σε Σοφ., Ευρ.
ἐκ-ψύχω[ῡ], μέλ. -ξω, παραδίδω το πνεύμα μου, ξεψυχώ, σε Κ.Δ.
ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκόν, 1. πρόθυμος, θεληματικός, εθελούσιος, αυτός που έχει ελεύθερη προαίρεση, πρόθυμος, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. επίτηδες, σκόπιμα, εκούσια, ἑκὼνἡμάρτανε φωτός, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. 3. στον πεζό λόγο, ἑκὼν εἶναι ή ἑκών, όσο εξαρτάται από τη δική μου θέληση, κυρίως με άρνηση, σε Ηρόδ., Πλάτ.
ἐλάα, Αττ. αντί ἐλαία.
ἐλάαν, Επικ. αντί ἐλᾶν, απαρ. ενεστ. του ἐλάω· επίσης, απαρ. Επικ. μέλ. του ἐλαύνω.
ἐλαία, Αττ. ἐλάα[ᾱᾱ], , I. ελαιόδεντρο, Λατ. olea, η ελιά, σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται ότι είχε δημιουργηθεί από τη θεά Αθηνά κατά τη διάρκεια της διαμάχης της με τον Ποσειδώνα, σε Ηρόδ., Σοφ.· φέρεσθαι ἐκτὸς τῶν ἐλαῶν, τρέχω μακρύτερα από τις ελιές, οι οποίες βρίσκονταν στο τέρμα του αθηναϊκού ιπποδρόμου, δηλ. πηγαίνω πολύ μακριά, σε Αριστοφ. II. ο καρπός του ελαιόδεντρου, στον ίδ.
ἐλαιήεις, -εσσα, -εν, σπαρμένος με ελαιόδεντρα, κατάφυτος με ελιές, σε Ανθ.
ἐλαιηρός, , -όν, ελαιώδης, λιπαρός, λαδερός, αυτός που είναι φτιαγμένος από λάδι, σε Ανθ.
ἐλᾱΐνεος, , -ον, = το επόμ., σε Ομήρ. Οδ.
ἐλάϊνος, , -ον (ἐλαία), κατασκευασμένος από ξύλο ελιάς, σε Όμηρ.
ἐλαιο-λόγος, Αττ. ἐλαο-, -ον (λέγω), αυτός που μαζεύει ελιές, σε Αριστοφ.
ἔλαιον, τό (ἐλαία), ελαιόλαδο, λάδι από ελιά, Λατ. oleum, olivum, σε Όμηρ.