Αποτελέσματα για: "Ε"
Βρέθηκαν 6.223 λήμματα [1121 - 1140]
-
ἐκμᾰγεῖον, τό (ἐκμάσσω), εκείνο πάνω στο οποίο ή μέσα στο οποίο είναι τυπωμένο κάτι· επίσης, τύπωση, αποτύπωμα, μήτρα, καλούπι, σε Πλάτ.· μεταφ., ἐκμαγεῖον πέτρης, ομοίωμα βράχου, λέγεται για ψαρά που βρίσκεται πάντα πάνω στους βράχους, σε Ανθ.
-
ἐκ-μαίνω, μέλ. -ᾰνῶ· 1. ξετρελαίνω, οδηγώ κάποιον στην τρέλα, σε Ευρ., Θεόκρ.· ἐκμῆναί τινα δωμάτων, οδηγώ κάποιον μαινόμενο εκτός σπιτιού, σε Ευρ. — Παθ., με Ενεργ. παρακ. βʹ ἐκμέμηνα, χάνω τα λογικά μου, τρελαίνομαι, σε Ηρόδ. 2. με αιτ. πράγμ., ἐκμῆναι πόθον, ανάβω, διεγείρω μέχρι μανίας την επιθυμία, σε Σοφ.
-
ἔκμακτρον, τό (ἐκμάσσω), καλούπι, μήτρα, φόρμα, σε Ευρ.
-
ἐκμᾰνῆναι, απαρ. Παθ. αορ. βʹ του ἐκμαίνω.
-
ἐκ-μανθάνω, μέλ. -μᾰθήσομαι· I. μαθαίνω κάτι τέλεια, και στους ιστορικούς χρόνους, γνωρίζω κάτι στην εντέλεια, γνωρίζω πάρα πολύ καλά, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. II. εξακριβώνω, εξετάζω διεξοδικά, ερευνώ προσεκτικά, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
-
ἐκμάξαι, απαρ. αορ. αʹ του ἐκμάσσω.
-
ἐκ-μᾰραίνω, μέλ. -ᾰνῶ, κάνω κάτι να ξεραθεί, να μαραθεί εντελώς, σε Ανθ. — Παθ., μαραίνομαι, σε Θεόκρ.
-
ἐκ-μαργόομαι, Παθ., παραφρονώ, ξετρελαίνομαι, σε Ευρ.
-
ἐκμαρτῠρέω, μέλ. -ήσω, βεβαιώνω με τη μαρτυρία μου, με αιτ., σε Αισχύλ.
-
ἐκμαρτῠρία, ἡ, κατάθεση μάρτυρα, σε Δημ.
-
ἐκ-μάσσατο, γʹ ενικ. αορ. αʹ, επινόησε ή εφηύρε, τι, σε Ομηρ. Ύμν.· βλ. μαίομαι.
-
ἐκ-μάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. σκουπίζω, βγάζω (λάσπες κ.τ.λ.), σφουγγίζω (δάκρυα), σε Σοφ., Ευρ. — Μέσ., σφουγγίζω τα δάκρυα κάποιου, σε Ανθ. II. λέγεται για καλλιτέχνη, πλάθω, σχηματίζω, μορφοποιώ με κερί, γύψο ή πηλό, Λατ. exprimere, σε Πλάτ. — Μέσ., τοκέων ἐκμάσσεται ἴχνη, εντυπώνει από την αρχή τα ίχνη του πατέρα του, δηλ. περπατά στα χνάρια του, σε Θεόκρ.
-
ἐκ-μεθύσκω, μέλ. -ύσω [ῠ], κάνω κάποιον να μεθύσει ολότελα, διαποτίζω με κάτι, με γεν., σε Ανθ.
-
ἐκ-μείρομαι, στον παρακ. βʹ ἐξέμμορε τιμῆς, αποκτά μέγιστο μερίδιο τιμής, έτυχε τιμής, σε Ομήρ. Οδ.
-
ἐκ-μελετάω, μέλ. -ήσω, 1. εκπαιδεύω με επιμέλεια, τινα, σε Πλάτ. 2. μαθαίνω τέλεια, επαναλαμβάνω, μελετώ, εξασκούμαι σε κάτι, τι, στον ίδ.
-
ἐκ-μελής, -ές (μέλος), αυτός που είναι εκτός τόνου, παράφωνος, σε Πλούτ.
-
ἐκ-μετρέω, μέλ. -ήσω, μετρώ, καταμετρώ, χρόνον, σε Ευρ. — Μέσ., μετρώ για τον εαυτό μου, παίρνω μέτρα, τι, σε Ξεν.· ἄστροις ἐκμετρούμενος χθόνα, υπολογισμός θέσης με τη βοήθεια των άστρων, σε Σοφ.
-
ἕκ-μηνος, -ον (ἕξ, μήν), εξάμηνος, μισός του ετήσιου, σε Σοφ.
-
ἐκ-μηνύω, μέλ. -ύσω[ῡ], πληροφορώ, αναγγέλλω, διαμηνύω, φανερώνω, αποκαλύπτω, σε Πλούτ.
-
ἐκ-μηρύομαι, αποθ., I. ξετυλίγω σαν το κουβάρι της κλωστής· λέγεται για στρατό, φεύγω σε παράταξη φάλαγγας από μια τοποθεσία, με γεν., σε Πολύβ., Πλούτ. II. αμτβ., λέγεται για το στρατό, πορεύομαι σε φάλαγγα, σε Ξεν.