Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ε"

Βρέθηκαν 6.223 λήμματα [101 - 120]
ἐγ-καθίζω, Ιων. -κατίζω, Αττ. μέλ. -ῐῶ, I. καθίζω κάποιον σε κάποιο μέρος ή πάνω σε κάτι, σε Πλάτ.· ομοίως και στο Μέσ. αόρ. αʹ, ναὸν ἐγκαθείσατο, ίδρυσε ένα ναό εκεί, σε Ευρ. II. Μέσ., καταλαμβάνω τη θέση, τον θρόνο κάποιου, σε Ηρόδ.
ἐγ-καθίημι, μέλ. -καθήσω, κατεβάζω, στέλνω μέσα, τοποθετώ ως φρουρά, σε Πλούτ.
ἐγ-καθίστημι, μέλ. -καταστήσω· I. τοποθετώ ή διορίζω ως βασιλιά ή αρχηγό, σε Ευρ., Θουκ.· τοποθετώ ως φρουρά σε κάποιο μέρος, σε Δημ. II. Παθ., με αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ. Ενεργ., γίνομαι τύραννος σε κάποιο μέρος, σε Θουκ.
ἐγ-καθοράω, I. βλέπω, παρατηρώ με προσοχή, σε Πλούτ. II. παρατηρώ κάτι σε άνθρωπο ή πράγμα, στον ίδ.
ἐγ-καθορμίζομαι, Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, Μέσ., εισέρχομαι στο λιμάνι, ελλιμενίζομαι, αγκυροβολώ, σε Θουκ.
ἐγ-καθυβρίζω, μέλ. -σω, οχλαγωγώ, στασιάζω, διάγω βίο έκλυτο, ξεφαντώνω, σε Ευρ.
ἐγκαίνια, τά (κοινός), γιορτή ανανέωσης, ανακαίνισης, ιδίως αυτή που καθιερώθηκε από τον Ιούδα Μακκ. την περίοδο της ανοικοδόμησης του Ναού, σε Κ.Δ.
ἐγκαινίζω, μέλ. -σω, ανανεώνω, εγκαινιάζω — Παθ., σε Κ.Δ.
ἐγ-καίω, μέλ. -καύσω, I. καίω, θερμαίνω, ζεσταίνω σε φωτιά, σε Ευρ. II. ανάβω μια φωτιά σ' ένα μέρος, σε Πλούτ.
ἐγ-κᾰκέω, μέλ. -ήσω (κακός), αποθαρρύνομαι, δειλιάζω, κουράζομαι, βαριέμαι, σε Κ.Δ.
ἐγ-κᾰλέω, μέλ. -έσω, παρακ. -κέκληκα· I. απαιτώ δικαστικά μια οφειλή, χρέος, σε Ξεν. κ.λπ. II. αποδίδω κατηγορία κατά ενός προσώπου, φόνον ἐγκαλεῖν τινι, αποδίδω κατηγορία, εγκαλώ κάποιον για φόνο, σε Σοφ., Πλάτ.· κατηγορώ, τινί, σε Θουκ. κ.λπ.· ἐγκ. τι, αποδίδω κατηγορία, σε Σοφ., Θουκ.
ἐγ-καλλωπίζομαι, Παθ., περηφανεύομαι, καυχιέμαι για κάτι, με δοτ., σε Πλούτ.
ἐγκαλλώπισμα, τό, κόσμημα, στολίδι, σε Θουκ.
ἐγκαλυμμός, , κάλυψη, σκέπασμα, συσκευασία, περιτύλιγμα, σε Αριστοφ.
ἐγ-κᾰλύπτω, μέλ. -ψω· I. καλύπτω ένα πράγμα, σκεπάζω, σε Αριστοφ.Παθ., περικαλύπτομαι ή περιτυλίγομαι, στον ίδ., Ξεν. II. Μέσ., κρύβομαι, σκεπάζω το πρόσωπό μου, σε Αριστοφ. κ.λπ.· λέγεται για ανθρώπους που βρίσκονται κοντά στο θάνατο, σε Ξεν., Πλάτ.· ως σημάδι ντροπής, στον ίδ.
ἐγκάμπτω, μέλ. -ψω, λυγίζω προς τα μέσα, λυγίζω, σε Ξεν.
ἐγ-κᾰνάσσω, μέλ. -ξω, εκχέω, χύνω κρασί, σε Ευρ., Αριστοφ.
ἐγ-κᾰνᾰχάομαι, αποθ., δημιουργώ, παράγω θόρυβο, ἐγκ. κόχλῳ, παράγω ήχο φυσώντας τον «κόχλο» (μεγάλο κοχύλι), σε Θεόκρ.
ἐγ-κάπτω, μέλ. -ψω, παρακ. -κέκᾰφα· καταβροχθίζω με λαιμαργία, υφαρπάζω, σε Αριστοφ.
ἔγ-κᾰρος, (κάρ, κάρα), εγκέφαλος, σε Ανθ.