Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Δ"

Βρέθηκαν 2.451 λήμματα [981 - 1000]
δια-πρηστεύω, βλ. διαδρηστεύω.
δια-πρίω[ῑω], μέλ. -πριοῦμαι, I. χωρίζω στα δύο με πριόνι, τεμαχίζω πριονίζοντας, διχοτομώ, σε Αριστοφ.· μεταφ., διεπρίοντο ταῖς καρδίαις, τρύπησαν τις καρδιές, σε Κ.Δ. II. δ. τοὺς ὀδόντας, τρίζω τα δόντια, σε Λουκ.
διαπρό ή διὰπρό, ανάμεσα, ακριβώς δια μέσου, πέρα ως πέρα, με γεν., σε Όμηρ.
διαπρύσιος[ῠ], , -ον (διαπεράω),· I. αυτός που διαπερνά, διαπεραστικός· ουδ. ως επίρρ., πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς, ένας λόφος που εξέχει και τίθεται ανάμεσα στην πεδιάδα, σε Ομήρ. Ιλ. 2. λέγεται για ήχο, διαπεραστικός, ανατριχιατικός, οξύς, μεγαλόφωνος· ἤϋσεν διαπρύσιον, έβγαλε διαπεραστική κραυγή, στον ίδ. II. 1. έπειτα ως επίθ., λέγεται για ήχο, δ. ὄταβος, σε Σοφ.· κέλαδος, σε Ευρ. 2. μεταφ., δ. κεραϊστής, ολοφάνερος κλέφτης, σε Ομηρ. Ύμν.
δια-πταίω, μέλ. -σω, σκοντάφτω, ψευδίζω, τραυλίζω πολύ, σε Λουκ.
δια-πτάσθαι ή -πτέσθαι, απαρ. αορ. βʹ του διαπέτομαι.
δια-πτοέω, μέλ. -ήσω, Επικ. αόρ. διεπτοίησα· εκφοβίζω, τρομάζω, αποδιώχνω, διώχνω μακριά, αποπέμπω, απομακρύνω και διασκορπίζω με πανικό, με φόβο, αφηνιάζω, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
δια-πτύσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, ανοίγω και ξεδιπλώνω, αναπτύσσω, αποκαλύπτω, γνωστοποιώ, σε Σοφ., Ευρ.
δια-πτυχή[ῠ], , πτύχωση, δίπλωση, «δίπλα», σε Ευρ.
δια-πτύω, μέλ. -ύσω [ῠ], φτύνω, περιφρονώ, τινά, σε Δημ.
δια-πυκτεύω, μέλ. -σω, πυγμαχώ, λογομαχώ με, τινί, σε Ξεν.
δια-πυνθάνομαι, μέλ. -πεύσομαι, παρακ. -πέπυσμαι, αόρ. βʹ ἐπυθόμην [ῠ], αποθ., ερευνώ μέσω ερωτήσεων, ρωτώ να μάθω, ανακαλύπτω, εξευρίσκω, τι, σε Πλάτ.· τί τινος, κάτι από κάποιον, σε Πλούτ.
διά-πῠρος, -ον (διά, πῦρ), 1. ερυθροπυρωμένος, πυροκόκκινος, σε Αναξαγ. παρά Ξεν., σε Ευρ. 2. μεταφ., θερμός, σφοδρός, φλογισμένος, διάπυρος, ασυγκράτητος, σε Πλάτ.
δια-πῠρόω, μέλ. -ώσω, καταφλέγω, κατακαίω, πυρπολώ, σε Ευρ., στη Μέσ.
δια-πυρσεύω, μέλ. -σω, ρίχνω φως πάνω σε, φωτίζω, με αιτ., σε Πλούτ.
δια-πωλέω, μέλ. -ήσω, πουλώ δημοσίως, σε Ξεν.
δι-ᾰράσσω, μέλ. -ξω, συντρίβω, διαρρηγνύω, σε Ησίοδ.
δι-άργεμος, -ον, αυτός που φέρει λευκά στίγματα, λευκόστικτος, σε Βάβρ.
δι-αρθρόω, μέλ. -ώσω, 1. χωρίζω μέσω αρθρώσεων, αρθρώνω, συνδέω με αρθρώσεις, συναρμολογώ, σε Πλάτ.Παθ., μτχ. παρακ. διηρθρωμένος, καλά συνδεδεμένος, ενωμένος σφιχτά, συμπαγής, στον ίδ. 2. προικίζω με έναρθρη φωνή, σε Λουκ.Μέσ., φωνὴν διηρθρώσατο, εφηύρε έναρθρο λόγο, σε Πλάτ. 3. συμπληρώνω με λεπτομέρεια, διασαφηνίζω, σε Αριστ.
δι-ᾰριθμέω, μέλ. -ήσω, 1. λογαριάζω ένα προς ένα, απαριθμώ, καταμετρώ, σε Ευρ. 2. διακρίνω, διαφοροποιώ, θέτω διακριτικά γνωρίσματα, σε Πλάτ.Παθ., είμαι χαρακτηριστικός, διαφορετικός, προεξέχων, διαπρεπής, διακρίνομαι, εξέχω, σε Αισχίν.