Αποτελέσματα για: "Δ"
Βρέθηκαν 2.451 λήμματα [421 - 440]
-
δετή, ἡ (κυρίως θηλ. του δετός, ενν. λαμπάς), ξύλα σε δεσμίδες, δάδα από συνενωμένως πυρσούς, πυρσός, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
-
δευήσεσθαι, Επικ. απαρ. Μέσ. μέλ. του δεύω, επιθυμώ, έχω ανάγκη, θέλω, χρειάζομαι.
-
δεῦμα, -ατος, τό (δεύω), αυτό που είναι βρεγμένο, μούσκεμα, δεύματα κρεῶν, βραστό κρέας, σε Πίνδ.
-
δεύομαι, Επικ. αντί δέομαι· βλ. δεύω Β.
-
δεῦρο, επιτετ. στην Αττ. δευρί, επίρρ.· I. 1. τόπου, εδώ, προς τα εδώ, Λατ. huc, με ρήματα που δηλώνουν κίνηση, σε Όμηρ. κ.λπ.· με ρήματα που δηλώνουν στάση (έχω έρθει εδώ και) είμαι εδώ, σε Σοφ. 2. χρησιμ. για να φωνάξουμε κάποιον, εδώ! ἀπ' εδώ! έλα!, Λατ. adesdum, ἄγε δεῦρο, δεῦρ' ἄγε, δεῦρ' ἴθι, δευρ' ἴτω, πάντοτε με ρήμα στον ενικ. (το δεῦτε χρησιμ. με ρήμα στον πληθ.), σε Όμηρ.· αλλά με πληθ. στους Τραγ. 3. χρησιμ. σε επιχειρήματα, μέχριδ. τοῦ λόγου, μέχρι του συγκεκριμένου σημείου της υπόθεσης, σε Πλάτ. II. χρόνου, μέχρι τώρα, μέχρι στιγμής, έως τώρα, σε Τραγ., Πλάτ.· επίσης, δεῦρ' ἀεί, σε Ευρ. (άγν. προέλ.).
-
Δεύς, Αιολ. αντί Ζεύς.
-
δευσο-ποιός, -όν (δεύω, ποιέω), διαποτισμένος, ανεξίτηλα βαμμένος, λέγεται για χρώματα, σε Πλάτ., Λουκ.
-
δεύτατος, -η, -ον, υπερθ. του δεύτερος, έσχατος, τελευταίος, σε Ομήρ. Ιλ.
-
δεῦτε, επίρρ., ως πληθ. του δεῦρο, σ' αυτό το μέρος! εδώ! εμπρός! ελάτε εδώ!, όπως ακριβώς το δεῦρο, με πληθ. προστ., δεῦτ' ἄγετ', σε Ομήρ. Ιλ.· δεῦτε φίλοι, στο ίδ.· δεῦτ' ἄγε, Φαιήκων ἡγήτορες, σε Ομήρ. Οδ.
-
δευτερ-ᾰγωνιστής, -οῦ, ὁ, ηθοποιός που υποδύεται μέρη δεύτερης αξίας· μεταφ., κάποιος που υποστηρίζει αυτά που έχει πει ο προηγούμενος ρήτορας, σε Δημ.
-
δευτεραῖος,, -α, -ον (δεύτερος), στη δεύτερη ημέρα, σε συμφωνία με το υποκ. του ρήματος, δευτεραῖος ἦν ἐν Σπάρτῃ, σε Ηρόδ.· αλλά, επίσης, τῇ δευτεραίῃ (ενν. ἡμέρᾳ), στον ίδ.
-
δευτερεῖα (ενν. ἆθλα) τά, δεύτερο βραβείο σε ένα διαγωνισμό· από όπου, δεύτερη θέση ή σειρά, δ. νέμειν τινί, σε Ηρόδ.
-
δευτερεύω, μέλ. -σω (δεύτερος), έρχομαι δεύτερος, δευτ. τινί, είμαι δεύτερος σε σχέση με..., σε Πλούτ.
-
δευτερό-πρωτονσάββατον, τό, πρώτο Σάββατο μετά τη δεύτερη ημέρα της εορτής των Αζύμων ή το πρώτο Σάββατο του δεύτερου χρόνου (δηλ. του επομένου έτους μετά το σαββατικό έτος), σε Κ.Δ.
-
δεύτερος, -α, -ον, δεύτερος, συγκρ. του δύο· I. 1. ως προς την τάξη, σειρά, λέγεται για κάποιον που έρχεται δεύτερος σε έναν αγώνα, σε Ομήρ. Ιλ.· στην Αττ. μαζί με το άρθρο, ὁ δεύτερος, σε Σοφ. κ.λπ.· αἱ δεύτεραι φροντίδες, δεύτερες σκέψεις, σε Ευρ.· παροιμ., τὸν δ. πλοῦν, δοκιμάζω τον επόμενο καλύτερο τρόπο, σε Πλάτ. 2. λέγεται για χρόνο, δευτέρῃ ἡμέρῃ, την επόμενη μέρα, σε Ηρόδ.· με γεν., ἐμεῖο δεύτερος, μετά τη σειρά μου, μετά από 'μένα, σε Ομήρ. Ιλ.· δευτέρῳ ἔτεϊ τούτων, στον επόμενο χρόνο, μετά από τον παρόντα χρόνο, σε Ηρόδ.· στο ουδ. ως επίρρ., δεύτερον αὖ, δεύτερον αὖτις, δεύτερον, έπειτα, κατόπιν, για δεύτερη φορά, σε Όμηρ., Αττ.· στον Πεζό λόγο επίσης, δεύτερα· με άρθρο, τὸ δεύτερον, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· τὰ δεύτερα, σε Θουκ.· ἐκ δευτέρου, για δεύτερη φορά, σε Κ.Δ. II. 1. σε σχέση με ταξινόμηση, κατάταξη, δεύτερος, δ. μετ' ἐκεῖνον, σε Ηρόδ.· με γεν., δεύτερος οὐδενός, ασύγκριτος, αυτός που δεν συγκρίνεται με κανέναν, ανώτερος απ' τον καθένα, στον ίδ.· ἡγεῖσθαι δεύτερον, θεωρώ κάτι κατώτερης αξίας, δευτερεύον, σε Σοφ. 2. δεύτερος από δύο, δευτέρη αὐτή, αυτή μαζί με κάποια άλλη, σε Ηρόδ. III. ως ουσ., δεύτερα, τά, = δευτερεῖα, δεύτερο βραβείο ή δεύτερη θέση, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
-
δεύω (Α), παρατ. ἔδευον, Επικ. δεῦον, Ιων. δεύεσκον, μέλ. δεύσω, αόρ. αʹ ἔδευσα — Παθ. αόρ. αʹ ἐδεύθην, παρακ. δέδευμαι· I. 1. υγραίνω, βρέχω, διαποτίζω, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., πτερὰ δεύεται ἅλμῃ, βρέχει τα φτερά του μέσα στην αρμύρα, σε Ομήρ. Οδ. 2. αναμειγνύω ένα στερεό υλικό με ένα υγρό, έτσι ώστε να γίνει κατάλληλο προς ζύμωμα, δ. ἄρτον ὕδατι, σε Ξεν. II. μτβ., κάνω κάτι να χυθεί, χύνω, αἵμα, σε Σοφ.
-
δεύω (Β), μέλ. δευήσω, Αιολ. και Επικ. αντί δέω· I. αποτυγχάνω, έχω έλλειψη, ανάγκη, χρειάζομαι· ἐδεύησεν ἱκέσθαι, απέτυχε, δεν κατόρθωσε να φτάσει, σε Ομήρ. Οδ. II. 1. ως αποθ., δεύομαι, μέλ. δευήσομαι, = Αττ. δέομαι, αισθάνομαι την έλλειψη ή την απώλεια ενός πράγματος, βρίσκομαι σε έλλειψη ενός πράγματος, στερούμαι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· βρίσκομαι σε ανάγκη ενός πράγματος, έχω την ανάγκη, χρειάζομαι, βάκτρου, σε Ευρ. 2. βρίσκομαι σε έλλειψη, ένδεια, ανεπάρκεια ενός πράγματος, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., δευόμενος, ευρισκόμενος σε ανάγκη, άπορος, στο ίδ. 3. με γεν. προσ., είμαι κατώτερος σε σχέση με, σε Όμηρ.
-
δέφω, μέλ. -ψω, μαλακώνω κάτι δουλεύοντάς το με το χέρι, σε Αριστοφ.
-
δέχαται, Επικ. γʹ πληθ. αορ. βʹ του δέχομαι.
-
δεχ-ήμερος, -ον (ἡμέρα), δεκαήμερος, αυτός που διαρκεί δέκα ημέρες· ἐκεχειρία δεχ., ανακωχή που ορίζεται με προθεσμία δέκα ημερών, σε Θουκ.· σπονδαὶ δεχ., στον ίδ.